BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το αρχαιότερο έπος με τίτλο «Φορωνίς»


Προς τιμήν του Φορωνέως γράφτηκε το αρχαιότερο έπος με τίτλο «Φορωνίς», από άγνωστο ποιητή, που χάθηκε. Αυτό το έπος χρησιμοποίησαν ως πηγή τους οι λογογράφοι Ακουσίλαος και Ελλάνικος και από αυτούς οι μεταγενέστεροι, από τους οποίους παίρνουμε μια εικόνα από το περιεχόμενό του.

Ο Αργείος διθυραμβοποιός Ελλάνικος, με πρότυπο αυτό το πρώτο έπος, έγραψε δέκα βιβλία με τίτλο « Φορωνίς» που πραγματεύονταν περί της βασιλείας και των έργων του.Η « Φορωνίς» ιστορούσε τον κατακλυσμό του Ωγύγου και την ευεργετική βασιλεία των Ιναχιδών, που δεν επεδίωξε πολέμους, αλλά στα χρόνια αυτά που ανέτειλε η αυγή του πολιτισμού, συνέβαλε στην καλλιέργεια των εγχωρίων σπερμάτων του.

Σ’ αυτό ο Φορωνεύς θεωρείται ως φορέας του ανθρώπινου πολιτισμού και αποκαλείται «πατήρ θνητών ανθρώπων και πρώτος άνθρωπος»:

«Υπάρχει δε και αυτή η παράδοσις: Πως ο Φορωνεύς σε τούτη τη χώρα ήταν ο πρώτος κάτοικος και ο Ίναχος δεν ήταν άνθρωπος αλλά ποταμός και πατέρας του Φορωνέα»

Σύμφωνα ακόμη με το έπος αυτό ο Φορωνεύς μετά τον κατακλυσμό, αποφάσισε να συγκεντρώσει σε έναν τόπο τους απογόνους του και μαζί και τους άλλους και να προστατεύσει το άοπλο και ανυπεράσπιστο ανθρώπινο γένος, γιατί καθώς ζούσαν σκορπισμένοι και απομονωμένοι, κινδύνευαν ν’ αφανιστούν, από τα θηρία και τους άλλους εχθρούς.

Τότε ο Δίας που βασίλευε σε θεούς και ανθρώπους, με την προτροπή της Ήρας του παραδίδει την εξουσία και ο Φορωνεύς γίνεται ο πρώτος θνητός βασιλιάς.Η Ήρα τον συμπαθούσε γιατί ίδρυσε το πρώτο ιερό της στο Άργος και καθιέρωσε τις θυσίες προς τιμήν της, αλλά και γιατί στη διαμάχη της με τον Ποσειδώνα είχε πάρει το μέρος της.

Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Ερμής σκόρπισε τους ανθρώπους σε διάφορες πολιτείες πάνω στη γη, αφού δεν χωρούσαν όλοι σε μια πόλη. Όμως προέκυψαν καινούργια προβλήματα. Ενώ στην αρχή οι άνθρωποι είχαν μία γλώσσα, τώρα μιλούσαν διαφορετικές.Αυτή η σύγχυσις γλωσσών, έγινε αιτία ερίδων και πολέμων. 

Για να ζουν οι άνθρωποι με δικαιοσύνη και αρμονικά, ο Φορωνεύς συνέταξε τους πρώτους νόμους και ίδρυσε τα πρώτα δικαστήρια. Επινόησε επίσης τα όπλα, δίδαξε στους υπηκόους του η χρήση τους για να προστατεύονται από τα άγρια θηρία, να τρέφονται από το κυνήγι, αλλά και να τα χρησιμοποιούν όπου δεν επιβαλλόταν ο νόμος.


Από την Ωκεανίδα Μελία (ή Αργεία) ο Ίναχος απέκτησε τον Φορωνέα, τον Αιγιαλέα και την Ιώ. Ως παιδιά του αναφέρονται ακόμη ο Φηγεύς, ο Πελασγός, ο Άργος και η Μυκήνη. Ο Φορωνεύς που διαδέχτηκε τον Ίναχο, θεωρείται ο γενάρχης της Πελασγικής φυλής. Η βασιλεία του συνέπεσε με τον μεγάλο κατακλυσμό του Ωγύγου:

«Πρώτος παρ’ Αθηναίοις μνημονεύεται Ώγυγος καθ’ όν Έλλησιν ο μέγας και παλαιός ιστορείται κατακλυσμός. Τούτο λέγεται συγχρονίσαι Φορωνεύς ο Ινάχου, Αργείων βασιλεύς».
Ο Παυσανίας διασώζει πληροφορίες από το αρχαιότερο έπος Φορωνίς, σύμφωνα με το οποίο ο Φορωνεύς μετά από αυτόν τον κατακλυσμό, ήταν ο πρώτος που συγκέντρωσε τους ανθρώπους σε έναν τόπο, και τους δίδαξε τον τρόπο του κοινωνικού βίου, ιδρύοντας έτσι την πρώτη πόλη:

«Ο Φορωνεύς δε ο γιος του Ινάχου είναι εκείνος που πρώτος συγκέντρωσε τους ανθρώπους σε κοινότητες, ενώ πριν κατοικούσαν σκόρπιοι ο καθένας μόνος του στα δάση και στα βουνά. Και γι αυτό το μέρος που για πρώτη φορά μαζεύτηκαν ονομάσθηκε «Φορωνικόν»
Προηγουμένως ζούσαν σκόρπιοι και απομονωμένοι όπως οι Κύκλωπες, για τους οποίους ο Όμηρος γράφει:


«Δεν έχουν προεστών βουλές, μήτε από νόμους ξέρουν
και κατοικούνε στων βουνών κατακόρυφα τις ράχες,
μέσα σε βαθουλές σπηλιές και τα παιδιά του ορίζει
καθείς και τη γυναίκα του και δεν ψηφάει τους άλλους»

Ακόμη για χάρη των ανθρώπων ο Φορωνεύς μεταφέρει τη φωτιά από τον ουρανό με τη συναίνεση του Δία και διδάσκει τους ανθρώπους να την χρησιμοποιούν, κυρίως για να προσφέρουν θυσίες:
«Πιο πέρα από το ομοίωμα (του Βίτωνος) υπάρχει ένας τόπος όπου καίνε φωτιά, που τη λένε φωτιά του Φορωνέα, γιατί οι Αργείοι δεν παραδέχονται πως ο Προμηθεύς έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά, αλλά αποδίδουν την εύρεσή της στο Φορωνέα».

Την φωτιά αυτή διατηρούσαν οι Αργείοι άσβεστη στον ναό του Λυκίου Απόλλωνος και την ονόμαζαν Φορωνικόν πυρ. Ακόμη, όπως γράφει ο Παυσανίας, οι Αργείοι πρόσφεραν θυσίες στον τάφο του Φορωνέα, μέχρι τα δικά του χρόνια.Από τον Φορωνέα και τη νύμφη Τηλεδίκη γεννήθηκαν ο Άπις και η Νιόβη. 

Στο μικρό χρονικό διάστημα που βασίλεψε στο Άργος ο Άπις, όλη η Πελοπόννησος ονομαζόταν Απία και οι κάτοικοί της Απιδόνες.Η Νιόβη ήταν η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία έσμιξε ο Δίας. Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν ο Πελασγός και ο Άργος. Από αυτόν τον γιό του Δία και της Νιόβης η πολιτεία αλλά και όλη η Πελοπόννησος μετονομάστηκε από Απία σε Άργος.

Το είδαμε εδώ

Πλειάδες: Οι εφτά κόρες του Τιτάνα Άτλαντα



Οι Πλειάδες κατά τη μυθολογία ήταν οι εφτά κόρες του Τιτάνα Άτλαντα, που σηκώνει στους ώμους τον άξονα του κόσμου και της Πλειόνης. Ήταν ακόμη αδελφές της  Νύμφης Καλυψώς, που υποδέχθηκε τον Οδυσσέα στο νησί της ως ναυαγό και των Υάδων. 

Οι Υάδες μαζί με τις 7 Πλειάδες αποτελούν τις 14 Ατλαντίδες γνωστές ως Δωδωνίδες νύφες της Δωδώνης που δόθηκε ο θεός Διόνυσος σε αυτές ως βρέφος για να τον μεγαλώσουν, μετ' εμπιστοσύνης του Διός.

Οι Πλειάδες γεννήθηκαν στο όρος Κυλλήνη και θεωρούνταν θεότητες του βουνού. Από την ένωσή τους με το Δία, τον Ποσειδώνα και τον Άρη γεννήθηκαν θεοί και ήρωες.

Τα ονόματά τους ήταν τα εξής:

-Η Μαία, η πρώτη και ομορφότερη, μητέρα του Ερμή από τον Δία

-Η Ταϋγέτη, μητέρα του πρώτου βασιλιά της Σπάρτης Λακεδαίμονα από τον Δία

-Η Ηλέκτρα, μητέρα του Δαρδάνου, γενάρχη των Τρώων και του Ιασίονος από τον Δία

-Η Στερόπη, σύζυγος (ή μητέρα) του ήρωα Οινόμαου από τον Άρη

-Η Κελαινώ, μητέρα του ήρωα Λύκου και του Ευρύπυλου βασιλιά της Κυρήνης από τον Ποσειδώνα

-Η Αλκυόνη, μητέρα του Υριέα και της Αιθούσης από τον Ποσειδώνα

-Η Μερόπη, σύζυγος του Σίσυφου και μητέρα του Γλαύκου

Σχετικά με το πως οι Πλειάδες έγιναν αστερισμός, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η επικρατέστερη είναι πως αυτοκτόνησαν απ' τον καημό τους για την τιμωρία του πατέρα τους Άτλαντα να σηκώνει στους ώμους τον άξονα του κόσμου, ή για το χαμό των αδελφών τους Υάδων. Οι Υάδες μετά τον θάνατο του Ύαντα σε κυνηγετικό δυστύχημα άρχισαν να κλαίνε από τη λύπη τους ασταμάτητα .Τότε οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε αστέρια. Άλλη εκδοχή είναι ότι έγιναν αστέρια από τον Δία σε ανταμοιβή για το έργο τους να αναθρέψουν έναν Θεό.

Το είδαμε εδώ

Οι θυγατέρες του Ασκληπιού


Η Ηπιόνη ήταν δευτερεύουσα θεότητα σύζυγος του Ασκληπιού, κόρη του Μέροπος προσωποποίηση της ηπιότητας. Ήταν θεότητα με θεραπευτικές ιδιότητες, ασχολούμενη κυρίως με τη μαιευτική. Το όνομά της θυμίζει την "ήπιον φαρμακείαν".ήταν συντρόφισσα ταυτόχρονα και σύζυγος του Ασκληπιού, του αρχαίου θεού της Ιατρικής.

Το όνομά δε του Ασκληπιού εικάζεται από τον  Ιούλιο τον  Επιδαύριο ότι παράγεται από το όνομα "αίγλη" (Άογλα) και προς τη γνώμη του αυτή συμφωνεί και ο λεξικογράφος Ησύχιος.

Η ετυμολογία του ονόματος από τον "Άσκλην", τον Κορίνθιο Βασιλέα, τον οποίο και θεράπευσε, ή από τον "Ασγελάταν", επίθετο του Απόλλωνα, ή τον "Αγλαόπην" φαίνεται μάλλον λαϊκής προέλευσης. Το δεύτερο συνθετικό του ονόματός του είναι "ήπιος" που προσθέτει στην "αίγλη" λάμψη και ηπιότητα....

Οι αρχαιότεροι μελετητές παρήγαν το όνομα από το "ασκελής"

Ο Ασκληπιός είναι η ιδεατή αντίληψη της ιαματικής δύναμης της φύσης όπως και σήμερα γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους, που επιδρά κατά τις "ήπιες" εποχές στα υψώματα και στον καθαρό αέρα κάτω από την απαλή λάμψη και θερμότητα του Ηλίου, στα σημεία που αναβλύζουν δροσερές πηγές, ενώ πανύψηλα δένδρα γύρω καθαρίζουν την ατμόσφαιρα.

Τέτοιο ακριβώς ήταν και το περιβάλλον των τόπων της λατρείας του και αυτή την αντίληψη ενίσχυσαν οι διάφοροι θρύλοι της γέννησής του και της καταγωγής του.

Μαζί με την Ηπιόνη απέκτησαν τις παρακάτω κόρες:
Οι δύο πρώτες αντιπροσωπεύουν ίσως διάφορα στάδια θεραπείας, ενώ η τρίτη τη φαρμακευτική αγωγή.

Η Ιασώ ή Ιησώ (στην Ιωνική διάλεκτο) είναι αρχαία ελληνική ιδεατή, ανθρωπόμορφη, δευτερεύουσα παρά τω Ασκληπιώ θεότητα συνυφασμένη με την «ιερή» έννοια της Ίασης (θεραπείας). 
Φέρεται ως κόρη του Ασκληπιού και της Ηπιόνης, αδελφή των θεοτήτων Υγιείας, Ακεσώς, Πανάκειας και Αίγλης ή ως κόρη του Αμφιάραου.

 Ως παράγωγα του ρήματος ιάομαι (= θεραπεύω) φέρονται τα ονόματα: Ίασις (Ίαση) - Ιάσων - Ιασούς - Ιατήρ - Ιατός - Ιατρός - Ιάτωρ καθώς και το Ίαμα ως μέσον θεραπείας 
 Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο Αμφιαράειο του Ωρωπού υπήρχε βωμός, ένα από τα πέντε μέρη του οποίου ήταν αφιερωμένο στην Αφροδίτη, την Πανάκεια, την Ιασώ, την Υγεία και την Παιωνία Αθηνά.
 Λατρευόταν επίσης στην Επίδαυρο και στην Αθήνα.

Η Ακεσώ λατρευόταν στην Επίδαυρο, όπως και οι αδελφές της, ως θεότητα. Το όνομά της έχει τη ρίζα του στο αρχαίο ρήμα ακαίομαι, που σημαίνει θεραπεύω. 
Θεωρήθηκε ως η θεά της διαδικασίας επούλωσης.

Η Πανάκεια ήταν ανθρωπόμορφη δευτερεύουσα θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, συνυφασμένη με την έννοια της θεραπείας (ή βοτανοθεραπείας) επί πάσας νόσου. Φέρεται ως κόρη του Ασκληπιού και της Ηπιόνης αδελφή της θεάς Υγείας, της Ιασούς, του Μαχάωνα και του Ποδαλείριου, Ιατρών του Τρωικού Πολέμου κατά τον Όμηρο. 

Λατρευόταν κυρίως στον Ωρωπό Αττικής, στην Κάλυμνο, στην Κω κ.α.. Η μορφή της παρίσταται και στο Ασκληπιείο Αθηνών. 

Επειδή θεωρείτο ως θεά ικανή να θεραπεύει κάθε νόσο, το όνομά της διαδόθηκε γρήγορα σε όλες τις ελληνικές πόλεις, ειδικότερα σε φάρμακα ικανά να θεραπεύουν αν όχι όλες τις νόσους τουλάχιστον τις περισσότερες από αυτές.

Λέγεται ότι άντλησε το όνομά της Αίγλη, "Λάμψη," ακτινοβόλημα, λαμπρή φήμη, μεγαλοπρέπεια, ή "Λαμπρότητα," είτε από την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος όταν είναι σε καλή κατάσταση υγείας, ή από την τιμή που καταβάλλεται στο ιατρικό επάγγελμα.

Η Υγεία ήταν αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της Υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρίσκονταν ιερό του Ασκληπιού και της Υγείας. 

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση ο Αρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη θεά, της οποίας η λατρεία διαδόθηκε και στην Αθήνα περίπου από το 420 π.Χ..

Στην ελληνική μυθολογία κατέχει εξέχουσα θέση στην λατρεία του πατέρα της. Ωστόσο, ενώ ο Ασκληπιός συνδέεται άμεσα με την θεραπεία των ασθενειών, η θεά συνδέθηκε με την πρόληψη των ασθενειών και τη διατήρηση της κατάστασης της υγείας.

Κατά τη μυθολογία η Υγεία ήταν σύζυγος ή κόρη του Ασκληπιού και της Ηπιόνης αδελφής της Αθηνάς, αδελφές της δε -ή κόρες της ανάλογα με την εκδοχή του μύθου - ήταν η Πανάκεια, η Ιασώ η Ακεσώ (Ασκληπιάδες) και κατά το Σούδα η Αίγλη.

Εκτός από την Αθήνα, τη λάτρευαν και σε άλλες πόλεις, όπως στις Θεσπιές, στην Ελάτεια, στα Μέγαρα, στην Κόρινθο και στο Άργος.

Ο Ορφικός ύμνος της υγείας δείχνει τη σημασία που απέδιδαν οι αρχαίοι Έλληνες στην υγεία: «Ιμερόεσα, ερατή, πολυθάλμιε, παμβασίλεια, κλύθι μάκαιρ΄ Υγίεια, φερόλβιε, μήτηρ απάντων...»
Οι καλλιτέχνες την απεικόνιζαν από 5ο αι. π.Χ. με τη μορφή νέας γυναίκας, ενώ αργότερα υιοθετήθηκε ως σύμβολο της το φίδι.  

Την Υγεία άλλοι την θέλουν σύζυγο και άλλοι κόρη του Ασκληπιού.  

Πιθανότατα ήταν μια πολύ αρχαία θεότης, που ταυτίζεται πότε με τον Ασκληπιό, πότε με τον Αμφιάραο και πότε με την Αθηνά. Ορειχάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Υγείας ήταν στημένο στην Ακρόπολη κοντά σε αρχαιότερο βωμό, αμέσως μετά την είσοδο από τα Προπύλαια. 
Γλυπτές μορφές του Ασκληπιού και της Υγείας σώζονται πολλές.

Ακολουθεί ο Ύμνος προς την Υγεία, του Αρίφρωνα από την Σικυώνα: 

«Υγεία πιο σεβάσμια μεταξύ των μακάρων, 
μαζί σου ας κατοικήσω το υπόλοιπο της ζωής μου, 
ας είσαι εσύ η πρόθυμη σύνοικος μου παρά του πλούτου ή των γονέων η χάρη.

Είτε τη βασιλική εξουσία, που είναι ίση με τους Θεούς για τους ανθρώπους, ή πόθους με τα κρυφά της Αφροδίτης δίχτυα.

Κυνηγούμε, είτε άλλη χαρά ή από τον πόνο ανακούφιση οι Θεοί φανερώνουν στους ανθρώπους, το μαζί σου, μακάρια Υγεία, όλα θάλλουν και των Χαρίτων λάμπει η άνοιξη χωρίς εσένα κανείς δεν υπήρξε ευδαίμων»


Το είδαμε εδώ

Το έπος του Γκιλγκαμές και η ανάμνηση του κατακλυσμού


Μια ιστορία σύμφωνα με την οποίο έκαστος λαός έχει τιμωρηθεί/εξαγνιστεί μέσω κατακλυσμού για τις αμαρτωλές του πράξεις ή και πλημμελή τέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων.

Έτσι λοιπόν και οι Βαβυλώνιοι έχουν μια παρόμοια ιστορία να διηγηθούν. Στο πιο γνωστό δημιούργημα της λαϊκής τους ποίησης οι Βαβυλώνιοι αφηγούνται την δική τους ιστορία κατακλυσμού με κεντρικό ήρωα τον Γκίλγκαμες. Η ιστορία αυτή ανακαλύφθηκε στην βιβλιοθήκη του Βασιλιά Ασσουρμπανιμπάλ.

Στα αποσπάσματα του βιβλίου που σώζονται γίνεται αναφορά στην αναζήτηση του αθάνατου νερού, ενός νερού που θα εξασφάλιζε αθανασία στο ανθρώπινο γένος. Το βιβλίο, ή ακόμη πιο σωστά, το Έπος Του Γκίλγκαμες απαρτίζεται από 12 βιβλία όσα και τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου, με ένα εξ αυτών να είναι και το βιβλίο στο οποίο γίνεται αναφορά στον κατακλυσμό.

Σε αντίθεση με τους άλλους μύθους τους οποίους μέχρι τώρα ίσως γνωρίζουμε, ή μπορούμε να διαβάσουμε, ο κεντρικός ήρωας μας ενώ σώθηκε δεν του επετράπη να κατοικήσει στην γη που αναδύθηκε από τα νερά. Ο Γκίλγκαμες «εθεώθη» και μετέβη να κατοικήσει στην μυθική χώρα Ταλμούν.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

    Στις όχθες του Ευφράτη, στην πόλη Σουρρουπάκ, πόλη παλιά, υπήρχε μεγάλη ευημερία και ο πληθυσμός αυξανόταν πολύ! Πολεμικός σύμβουλος της πόλης την εποχή εκείνη ήταν ο Ελνίλ και καθώς λέγεται ενοχλήθηκε από τα πλήθη των ανθρώπων για αυτό προσέτρεξε στο συμβούλιο των θεών και εκείνοι καθώς θεώρησαν το αίτημά του δίκαιο αποφάσισαν με μεγάλη προθυμία να εξαπολύσουν κατά της πόλης κατακλυσμό.

    Ο Εά, επιτηρητής των καναλιών την εποχή εκείνη και αυτόπτης μάρτυρας του συμβουλίου, προειδοποίησε τον Γκίλγκαμες για την συμφορά που ερχόταν. Τον συμβούλευσε να χτίσει πλοίο γερό, να συλλέξει σπόρους και όλα τα έμβια όντα. Έτσι ο Γκίλγκαμες ξεκίνησε να χτίζει το πλοίο και την έβδομη μέρα το πλοίο ήταν έτοιμο και φόρτωσε σε αυτό όλα τα ζώα και την οικογένεια του και χρυσάφι πολύ και περίμενε.

    Όταν οι θεοί εξαπέλυσαν την μήνη τους, ήρθε θύελλα δυνατή που έφερε βροχή που έπεφτε με λύσσα για έξι μέρες και έξι νύχτες. Μόνο την έβδομή μέρα μαλάκωσε ο καιρός και μια χαραμάδα φως ήρθε και άγγιξε το πρόσωπο του Γκίλγκαμες, ο οποίος έκλαψε πολύ καθώς έψαχνε μάταια για στεριά.

    Και ξάφνου μπροστά του είδε το βουνό Νισίρ και άραξε εκεί και έστειλε περιστέρι μα αυτό δεν βρήκε στεριά κι έπειτα έστειλε χελιδόνι κι αυτό τίποτε, και κοράκι κι αυτό πέταξε μακριά και βρήκε στεριά κι έφαγε και πέταξε πάνω από τα κεφάλια τους έκρωξε και έφυγε για πάντα.

    Θυσία μεγάλη έγινε τότε προς εξευμενισμό των θεών και εκείνοι μαζεύτηκαν και μαζί τους κι Ενλίλ που θύμωσε σαν είδε πως σώθηκαν θνητοί και οι υποψίες έπεσαν στον Εά κι αυτός τους εξύμνησε τον άνθρωπο ως σοφό και πως στον ύπνο του το είδε και προετοιμάστηκε και πως όλοι μαζί θα πρέπει για την μοίρα του να αποφασίσουν. Και ο Ενλίν πρόσταξε πως ο Γκίλγκαμες και η γυναίκα του δεν θα είναι πια θνητοί και πως θα ζουν για πάντα στις εκβολές των ποταμών

Λέγεται πως η αιτία του κατακλυσμού ξεκάθαρη δεν είναι και πως ίσως οφείλεται στις αμαρτίες των ανθρώπων ίσως πάλι και στην εξασθένιση της γης λόγω γεροντικής ηλικίας.

Πιστεύεται πως ο κατακλυσμός συμβαίνει για να ξανανιώσει η γη, να δημιουργηθεί ένας νέος κόσμος.

Μήπως τελικά ο εκάστοτε κατακλυσμός που διαβάζουμε ως παραμύθια δεν είναι η απίθανη φαντασία ενός εκάστου λαού αλλά η ιστορία που επαναλαμβάνεται; Μήπως εξυπηρετούνται τα συμφέροντα κάποιων για «ανανέωση» του πληθυσμού;

Το βρίσκω λίγο απίθανο όλοι να έβλεπαν το ίδιο όνειρο! Εσείς;


Το είδαμε εδώ

Ο μυστηριακός θρύλος του αθάνατου νερού

Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγιστος των Ελλήνων!!!

Ένας θρύλος της Ευρασίας, που έχει τις ρίζες του στην πολύ αρχαία εποχή της ανάπτυξης του ανθρώπινου γένους, είναι και αυτός που κάνει λόγο για την πολύ πιθανή ύπαρξη ενός «ελιξηρίου», το οποίο καθιστά τον άνθρωπο... αθάνατο!

Ο μυστηριακός αυτός παμπάλαιος θρύλος θέλει το θαυματουργό αυτό ποτό να βρίσκεται κρυμμένο καλά μέσα σε μια υπέρτατη μυστική κρύπτη, όπου πρέπει κάποιος να μπει μετά από πολλές περιπέτειες, για να κατορθώσει να το αποκτήσει.

Φυσικά η γιγαντιαία στον ευρασιατικό χώρο και ιστορία μορφή του Αλέξανδρου του Μέγα ήταν αναπόφευκτο να συνδεθεί από τους λαούς της υπερ-ηπείρου αυτής και με αυτόν τον μαγευτικό θρύλο.

Στις επόμενες παραγράφους προσπαθούμε να αφηγηθούμε σε γενικές γραμμές την κύρια εκδοχή αυτής της μυθιστορίας (εφόσον υπάρχουν και μερικές άλλες, οι οποίες εντούτοις δεν είναι τόσο κοινά αποδεκτές, όπως αυτή που παρουσιάζουμε εδώ).

Συνδέεται δε με τη μυστηριακή πράγματι μορφή της ετεροθαλούς αδελφής του, της Κύνας ή Κυνάνης, η οποία αγαπούσε παθολογικά τον αδελφό της και για να τον φροντίζει έπραξε ως εξής. Τη στιγμή που ξεκινούσε η εκστρατεία των Ελλήνων προς ανατολάς, για την πολιτισμική κατάκτηση της Ασίας, η Κύνα – επειδή βέβαια δεν μπορούσε να πάει μαζί με τους πολεμιστές – σκέφτηκε ένα τέχνασμα: ντύθηκε σαν... άντρας-στρατιώτης και κατ’ αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να ακολουθήσει το στράτευμα, στο πλάι του πολυαγαπημένου της αδελφού! Μαζί του βρέθηκε σε όλες τις μοναδικές περιπέτειες που εκείνος έζησε και μόνο ύστερα από πολύ καιρό αποκαλύφτηκε η πραγματική της ταυτότητα... 
[Ακολουθεί η παράθεση του θρύλου του αθάνατου νερού.]

Τον καιρό που ο Αλέξανδρος με τον στρατό του καθόταν και ξεκουραζόταν στην Ινδία, η αδελφή του, η Κύνα, σκέφτηκε να βάλει μπροστά ένα σχέδιο που είχε στο μυαλό από πολύ καιρό. Ήταν η ευκαιρία μεγάλη και δεν ήθελε να την χάσει, γιατί μπορεί να μην ξαναπαρουσιαζόταν.

Πήγε λοιπόν σε έναν γέρο σοφό Ανατολίτη και του ζήτησε να της πει πού μπορεί να βρει το αθάνατο νερό και πώς να το χρησιμοποιήσει για να κάνει τον λατρεμένο της αδελφό αθάνατο. Είχε βάλει τάμα της ζωής της κάτι τέτοιο και δεν μπορούσε να εγκαταλείψει ποτέ της αυτή την ιδέα! Ρώτησε λοιπόν τον σοφό μάντη και περίμενε με αγωνία την απάντησή του.

Εκείνος, αφού στοχαζόταν για ώρες πολλές, τελικά άνοιξε τα μάτια του και απάντησε στην Κύνα: «Το αθάνατο νερό βρίσκεται στο μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο και σχεδόν αδύνατο να καταφέρει κάποιος να μπει εκεί μέσα και να βγάλει το νερό. Η σπηλιά καλύπτεται από φοβερή φωτιά και κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να την περάσει ζωντανός»!... 


Η Κύνα, χωρίς κανέναν δισταγμό, είπε στον γερο-σοφό ότι για χάρη του Αλεξάνδρου και προκειμένου εκείνος να αποκτούσε την αθανασία ήταν έτοιμη να κατέβει ακόμα και στον άσπλαχνο Άδη! Δεν φοβόταν να πεθάνει για τον Αλέξανδρο και θα διακινδύνευε με μεγάλη της χαρά τη ζωή της για εκείνον!

Ύστερα ο σοφός της είπε ότι το αθάνατο νερό θα έπρεπε κάποιος να το πιει ακριβώς την στιγμή που θα ήταν έτοιμος να πεθάνει και όταν πια είχε χαθεί κάθε ελπίδα. Αν τύχαινε να το πιει πιο πριν, τότε όχι μόνο δεν θα χρησίμευε να τον βοηθήσει, αλλά θα του στοίχιζε και τη ζωή! Η Κύνα ευχαρίστησε τον Ασιάτη μάντη και έσπευσε χωρίς να χάσει λεπτό για το μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς, να πάει και να πάρει το πολυπόθητο αθάνατο νερό. 

Μετά από αρκετές και κουραστικές μέρες, η Κύνα έφτασε επιτέλους μπροστά στο τρομακτικό σπήλαιο. Πράγματι ήταν εντελώς αδύνατο για κάποιον θνητό να καταφέρει να περάσει τις γιγαντιαίες φλόγες που σκέπαζαν την είσοδο του σπηλαίου και κατάκαιγαν τα πάντα.

Η Κύνα όμως δεν απογοητεύτηκε καθόλου: γεμάτη αγάπη για τον Αλέξανδρο και έχοντάς τον συνέχεια στο νου της, πέρασε τόσο γρήγορα ανάμεσα απ’ τις φωτιές, που αυτές ούτε που την άγγιξαν! 

Μέσα το σπήλαιο ήταν τεράστιο και βαθύ. Παρόλα αυτά η ηρωική Κύνα βρήκε τελικά το αθάνατο νερό που ανάβλυζε από έναν τοίχο και τρισευτυχισμένη γέμισε μια ολόκληρη φιάλη. Ύστερα δεν έχασε ούτε στιγμή: πέρασε πάλι σαν τον άνεμο την φλεγόμενη είσοδο της σπηλιάς και πήγε πίσω στον αδελφό της και το στράτευμά του, που ετοιμαζόταν πια να εγκαταλείψει την Ινδία.

Η Κύνα κράτησε μυστικό απ’ όλους το μεγάλο της κατόρθωμα. Ήταν όμως πολύ ευχαριστημένη που μια μέρα, όποτε κι αν αυτή ερχόταν, θα έδινε στον Αλέξανδρο να πιει απ’ το θαυματουργό [Ιδού τώρα η συνέχεια και το τέλος της περιπέτειας με το αθάνατο νερό.] 


Όταν κάποτε ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά από πυρετό και έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι, ήταν πλέον προ του θανάτου. Όλοι όσοι τον γνώριζαν από παλιά, δεν πίστευαν στα μάτια τους πώς αυτός ο νέος ακόμα άντρας, ο παντοδύναμος κάποτε και ανίκητος Αλέξανδρος, ο βασιλιάς του κόσμου, είχε μείνει έτσι αδύναμος, σαν να ήταν κάποιος γέροντας... Τον έριξαν κάτω οι κακουχίες του πολέμου και η υπερπροσπάθεια της κατάκτησης του κόσμου...

Η Κύνα ήταν συνεχώς στο πλευρό του αδελφού της και φρόντιζε γι’ αυτόν, να απαλύνει τον πόνο του και να τον γεμίζει αδιάκοπα με ελπίδα. Όμως οι γιατροί έβλεπαν τον Αλέξανδρο να χειροτερεύει μέρα με την ημέρα και να πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τον θάνατο... Είπαν λοιπόν κάποια μέρα στην Κύνα ότι δεν υπήρχαν πια ελπίδες για να σωθεί ο αδελφός της και ότι σύντομα θα περνούσε την Αχερουσία λίμνη, για να μπει στον κόσμο των νεκρών... 

Η Κύνα όμως δεν απογοητευόταν: είχε καλά κρυμμένο το μυστικό της, που δεν ήταν άλλο απ’ το αθάνατο νερό. Το είχε πάντοτε καλά φυλαγμένο και όταν πια είδε ότι η υγεία του αδελφού της δεν θα γινόταν ποτέ καλά, έβαλε μπροστά το σχέδιό της.

Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος έφτασε πια στο κατώφλι του θανάτου και ζήτησε απ’ την Κύνα να του βάλει λίγο κρασί να πιει, τότε εκείνη έριξε μέσα στο ποτήρι του λίγο από το φίλτρο της αθανασίας. Ο Αλέξανδρος όμως, αν και μισοπεθαμένος, κατάλαβε ότι η Κύνα κάτι του έριξε μες στο κρασί του και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν το αθάνατο νερό. Αυτός όμως δεν ήθελε να πιει ποτέ του κρασί ανάμεικτο με νερό, έστω κι αν αυτό ήταν το νερό της αιώνιας ζωής! 

Αποφάσισε λοιπόν να ξεγελάσει την αδελφή του, στέλνοντάς την έξω να φωνάξει τους στρατιώτες για να πιούν δήθεν όλοι μαζί. Η Κύνα τον υπάκουσε αμέσως και τότε αυτός άρπαξε την ευκαιρία: άλλαξε το ποτήρι του μ’ εκείνο της αδελφής του, λέγοντας μέσα του πως αν ήταν αυτό πράγματι το αθάνατο νερό, τότε ας έμενε αθάνατη η Κύνα για να τον θυμάται παντοτινά!

Όταν η κοπέλα γύρισε στη σκηνή, ανυποψίαστη πήρε το ποτήρι με το φίλτρο της αθανασίας και το ήπιε μονορούφι στην υγειά του Αλεξάνδρου. Όταν κατάλαβε τι είχε στην πραγματικότητα συμβεί ήταν πια πολύ αργά... Ο Αλέξανδρος, αφού ήπιε το τελευταίο του κρασί, έπεσε κάτω ετοιμοθάνατος. Η τελευταία ώρα είχε πια έρθει... 

Έμεινε έτσι η Κύνα αθάνατη... Και ο θρύλος την θέλει έπειτα να έχει μεταμορφωθεί σε γοργόνα και να τριγυρνάει στις θάλασσες του κόσμου, ρωτώντας τους καπετάνιους των πλοίων: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Και αν εκείνος απαντήσει: «Ναι», τότε του δίνει τις ευλογίες της για το καλό ταξίδι. Αν όμως της απαντήσει: «Όχι», τότε πνιγμένη απ’ τη στενοχώρια ταράζεται και προκαλεί απίστευτες τρικυμίες στα πελάγη...

Δρ. Ησαΐας Κωνσταντινίδης

Το είδαμε εδώ

Τα φτερωτά άρματα των Ολύμπιων θεών


Συνεχίζοντας το ταξίδι μας μέσα στην άγνωστη και ομιχλώδη αρχαιοελληνική ιστορία, εξακολουθούμε να διαβάζουμε κείμενα που μπερδεύουν τους ιστορικούς του σήμερα, να αντικρίζουμε παραστάσεις σε αγγεία που προτιμούν να ξεχνούν θαμμένα σε υπόγεια μουσειακών χώρων και να επιβεβαιώνουμε διαρκώς ότι οι «ουράνιοι εξωγήινοι επισκέπτες» δεν είναι ένα σημερινό φαινόμενο. 

Μπορεί οι ιπτάμενοι δίσκοι, οι εξωγήινοι, τα όντα από το διάστημα και οι παρόμοιες λέξεις και εκφράσεις να επινοήθηκαν χιλιάδες χρόνια μετά, όμως αυτό δεν είναι κάτι που αναιρεί τα φτερωτά άρματα των Ολύμπιων θεών, που πετούσαν στους ουρανούς των προγόνων των αρχαίων προγόνων μας!

Οι ιστοριογράφοι της Ελληνιστικής περιόδου αλλά και της Εποχής του Χαλκού, μιλούν για προγενέστερες ιστορίες όπου οι Ολύμπιοι θεοί κατέβαιναν από τους ουρανούς ή μεταφέρονταν σε μεγάλες αποστάσεις με τη χρήση ιπτάμενων μηχανών. 

Ο Κρόνος «…ίπτατο αναπαυόμενος, και αναπαυόμενος ίπτατο…» (Ευσέβιος I 37). Ο Άρης ανέβαινε στο άρμα του και «πετούσε μέσα στα σύννεφα, προς τον απέραντο ουρανό» (Όμηρος, Ιλιάδα Ε 864-867). Η Ίριδα δανείστηκε το άρμα του Άρη και «μαστίγωσε τα άλογα για να τρέξουν κι αυτά πέταξαν πρόθυμα κι έφτασαν αμέσως στην κατοικία των θεών, τον Όλυμπο» (Όμηρος, Ιλιάδα Ε 363-366). 

Ο Απόλλωνας λέγεται ότι κάποιους χειμωνιάτικους μήνες άφηνε το μαντείο των Δελφών και ταξίδευε σε κάποια χώρα πολύ πιο βόρεια με το ολόχρυσο άρμα του. Μ' ένα φτερωτό άρμα ο θνητός Ίδας (άρμα που του δώρισε ο Ποσειδώνας) έκλεψε τη βασιλοπούλα της Αιτωλίας και την οδήγησε στη Μεσσήνη. 

Ο Ίδμων ταξίδευε στη Σελήνη με το άρμα του που έμοιαζε με απαστράπτοντα κομήτη. Ο Φαέθων μαζί με άλλους ταξίδεψε στον ουρανό, με ένα όχημα που λεγόταν Εωσφόρος, προκειμένου να φτάσει στην Σελήνη όπου και έκανε τριάντα περιφορές γύρω από αυτή. 

Στη συνέχεια έφτασε στον πλανήτη Αφροδίτη και επέστρεψε πίσω στην Γη οπότε και κατακρημνίστηκε (διάσπαρτα αποσπάσματα: Λουκιανός: Περί Αστρολογίας, Παλαίφατος: Περί Φαέθονος ΧΙΙ, Νόννος: Διονυσιακά Β΄ τόμος 33-34). 

Η θεά Δήμητρα μετά από μία περιπλάνηση με το ιπτάμενο πύρινο άρμα της, που εσύρετο από φτερωτούς δράκοντες, προσγειώθηκε στην «αγέλαστο πέτρα» στην Ελευσίνα. Ύστερα παρέδωσε το ίδιο αυτό φτερωτό άρμα σε έναν από τους τέσσερις βασιλείς της Ελευσίνας, τον Τριπτόλεμο, ο οποίος έφυγε πετώντας, και απουσίασε για πολλά χρόνια με σκοπό να διδάξει και σε άλλους λαούς την τέχνη της σποράς του σίτου και του θερίσματος των χωραφιών. (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 32), (Ελευσίνια μυστήρια, Αισχύλος).


Οι ιστορίες για τις πτήσεις των θεών, δεν σταματούν μόνο στις περιγραφές των αρμάτων τους αλλά προχωρούν και σε πολλές ιστορίες που περιγράφουν ακόμα και διαστημικές οδούς προς τις ουράνιες πατρίδες του γένους τους. 

Ο θεός Διόνυσος αναφέρεται από τον Νόννο ότι όταν ήταν μωρό «παρατηρούσε το πατρικό μονοπάτι των άστρων» (Νόννος, Διονυσιακά Θ 35-36). «Για τον Άβαρι, που στο δρόμο του ουρανού τον ξεπροβόδιζε ο Φοίβος (Απόλλων) με ιπτάμενο περιπλανώμενο βέλος» (Νόννος, Διονυσιακά ΙΑ). 

Η Ήρα «ταξίδευε πέρα από τον ουρανό, τον στολισμένο με φωτεινά άστρα, διασχίζοντας αναρίθμητες πολιτείες […]» (Νόννος, Διονυσιακά Η 111-112). Ενώ σε πιο γνώριμες ιστορίες η αποκρυπτογράφηση των κειμένων του Αριστοτέλη, από τον Γεώργιο Λευκοφρύδη, μας αποκαλύπτουν με τι όχημα αλλά και από ποιά διαδρομή ταξίδεψε ο Νικόμαχος με τον 5χρονο Αριστοτέλη στη Χθώνα (Γη) από τον αστερισμό του Λαγού (μέσα στο ‘’Όργανον’’).

Όπως ανέφερα παραπάνω, οι ιστορίες των ιπτάμενων οχημάτων των θεών, προέρχονται από μία εποχή αρχαιότερη αυτής των ιστοριογράφων της αρχαίας Ελλάδας. Κάτι που αποδεικνύεται ιστορικά από κείμενα του Διογένη του Λαέρτιου, τη ''Θεογονία'' του Ισίοδου, τα ''Αιγυπτιακά'' του Μανέθωνα και το ''Ιστορίας απόδειξης βιβλίο β΄'' του Ηρόδοτου. 

Και μιλάμε για ένα διάστημα ανάμεσα στο 30000-12000 π.Χ. που μπορεί να φτάνει και ως το 3500 π.Χ. αν λάβουμε υπόψη σκόρπιες πληροφορίες σε κείμενα του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Διόδωρου Σικελιώτη, που αφορούν πληροφορίες -μόνο- για τους Ολύμπιους θεούς (θεούς αποικιστές στις μεταγενέστερες εποχές της προκατακλυσμιαίας Αιγηίδος). 

Έτσι λοιπόν εξηγείται γιατί στα περισσότερα αγγεία, οι ιστοριογράφοι της Ελληνιστικής περιόδου και της Εποχής του Χαλκού, σχεδιάζουν ιπτάμενα άρματα και όχι διαστημικά σκάφη, αφού οι ίδιοι δεν είχαν οπτική των θεϊκών οχημάτων, μιας και όλες οι πληροφορίες που παρουσίαζαν έφτασαν σε αυτούς μετά από χιλιάδες χρόνια χάριν του μύθου και του προφορικού λόγου, (δύο λέξεις με ταυτόσημη έννοια, κάτι άγνωστο για πολλούς στην εποχή μας). 

Προφορικές ιστορίες που μπορεί να άλλαξαν λίγο ''οπτικά'' στη πορεία τους στους αιώνες, κάτι όμως που δεν αναιρεί την πραγματική τους υπόσταση. (Έρευνα: Harris Koutsiaftis)

Το είδαμε εδώ

Μια τρομερή μάχη που έμεινε γνωστή με το όνομα Γιγαντομαχία


Οι Γίγαντες γεννήθηκαν από το σώμα της Γης όταν έσταξε πάνω του αίμα από την πληγή του Ουρανού μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο. Με τον ίδιο τρόπο γεννήθηκαν και οι Ερινύες και οι Μέλιες Νύμφες. 

Οι Γίγαντες ήταν όντα τρομακτικά και υπερφυσικά. Είχαν μορφή ανθρώπου μα ήταν τρομεροί στην όψη, πελώριοι στο ανάστημα και ακαταμάχητοι στη δύναμη. Το σώμα τους ήταν φολιδωτό και κατέληγε σε ουρά σαύρας. Είχαν πυκνά μαλλιά και μακριά γένια. 

Στα τριχωτά χέρια τους κρατούσαν μακριά και λαμπερά ακόντια. Μολονότι είχαν θεϊκή καταγωγή ήταν θνητοί ή τουλάχιστον για να σκοτωθούν έπρεπε να χτυπηθούν ταυτόχρονα από ένα θεό και ένα θνητό. 

Αλλες παραδόσεις έλεγαν ότι κάποιοι από τους Γίγαντες ήταν αθάνατοι όσο πατούσαν στο έδαφος όπου είχαν γεννηθεί. Επικρατέστερο μέρος για τη γέννησή τους είναι η Παλλήνη της Χαλκιδικής, μια περιοχή εξαιρετικά άγρια.

Οι Γίγαντες ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Υπολογίζονται γύρω στους εκατό. Κατοικούσαν στις δυτικές ακτές του Ωκεανού όπου συχνά τους επισκέπτονταν οι θεοί και έπαιρναν μέρος στα συμπόσιά τους. Αυτό γινόταν στις γιορτές όταν οι Γίγαντες πρόσφεραν εκατόμβες. 

Ακόμα και στο δρόμο, όταν τους συναντούσαν οι θεοί, πήγαιναν μαζί τους. Η δύναμη των Γιγάντων ήταν αφάνταστη. Μπορούσαν να ξεκολλούν με ευκολία βράχους ολόκληρους και να τους εκσφενδονίζουν μακριά.

Η Γη ήταν οργισμένη από την τύχη που είχαν οι Τιτάνες μετά το τέλος της Τιτανομαχίας. Μολονότι είχε βοηθήσει τον εγγονό της με κάθε τρόπο για να επικρατήσει, δεν άντεχε να βλέπει τους γιους και τις κόρες της φυλακισμένους στα Τάρταρα. Έτσι, όταν είδε την τεράστια δύναμη που είχαν οι Γίγαντες, τους ξεσήκωσε σε πόλεμο εναντίον των Ολυμπίων. Ο Δίας και τα αδέρφια του έπρεπε να περάσουν άλλη μια δοκιμασία. Ξέσπασε μια τρομερή μάχη που έμεινε γνωστή με το όνομα Γιγαντομαχία.

Η επίθεση των Γιγάντων μάλιστα έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση. Ξαφνικά οι θεοί του Ολύμπου δέχτηκαν βροχή από βράχους, αναμμένους δαυλούς και ολόκληρα φλεγόμενα δέντρα. Οι Γίγαντες ξερίζωναν τα βουνά και τα τοποθετούσαν το ένα πάνω στο άλλο για να σκαρφαλώσουν στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, εκεί όπου ήταν χτισμένα τα θεϊκά παλάτια. Η Γη και ο Ουρανός αναστατώθηκαν. Έγινε σωστή κοσμοχαλασιά: στεριές βούλιαζαν και ποτάμια άλλαζαν πορείες. Οι οροσειρές τραντάζονταν συθέμελα και σαν φύλλα δέντρων έτρεμαν ο Όλυμπος, η Όσσα, το Πήλιο, η Πίνδος, το Παγγαίο και ο Αθως.

Οι θεοί του Ολύμπου ζώστηκαν τα άρματα και ετοιμάστηκαν για πόλεμο. Αρχηγός στο θεϊκό στρατόπεδο ήταν ο Δίας, οπλισμένος όχι μόνο με την αστραπή και τον κεραυνό, όπως στην Τιτανομαχία, αλλά και με την αιγίδα, το δέρμα κατσίκας που είχε πάνω το κεφάλι της Γοργόνας. Η τρομερή μορφή της έσπερνε τον πανικό ή απολίθωνε όποιον την αντίκριζε.

Πλάι του πιστή σύμμαχος η κόρη του η Αθηνά, η θεά των μαχών, που μόλις είχε γεννηθεί πάνοπλη από το τεράστιο κεφάλι του. Φορώντας την πανοπλία της και με το γοργώνειο στο στήθος πολέμησε καλύτερα και από άντρας. Γι' αυτό ο Ζευς (Δίας) ονομάστηκε γιγαντοφόνης και γιγαντολέτωρ και η Αθηνά προσονομάστηκε γιγαντολέτειρα, δηλαδή αυτοί που σκότωσαν τους Γίγαντες. Παραστάτες του Δία ήταν η Νίκη και η φοβερή μάνα της η Στύγα. Πρωτοπαλίκαρά του ήταν ο Ποσειδώνας, ο Απόλλωνας και ο Ήφαιστος ,που σε κάποια στιγμή που είδε κουρασμένο τον Ήλιο τον πήρε πάνω στο δικό του άρμα. Μα και οι θεές πρόσφεραν με κάθε τρόπο τη βοήθειά τους, η Ήρα, η Αφροδίτη, η Αρτεμη, η Εκάτη και οι Μοίρες. Μόνο η Δήμητρα δε συμμετείχε στον αγώνα αυτόν γιατί είχε ιδιαίτερη συγγένεια με τη Γη, προστάτευε τους καρπούς που φύτρωναν στο ιερό της χώμα.

Καθένας θεός και καθεμιά θεά σκότωσαν έναν ή περισσότερους από τους Γίγαντες που οι πιο γνωστοί ήταν ο Πορφυρίωνας, ο Αλκυονέας, ο Εγκέλαδος, ο Εφιάλτης, ο Εύρυτος, ο Κλυτίας, ο Πολυβώτης, ο Πάλλας, ο Ιππόλυτος, ο Γρατίωνας, ο Αγριος και ο Θέωνας. Ο πόλεμος κρατούσε πολύ καιρό μα με κανέναν τρόπο οι Ολύμπιοι δεν μπορούσαν να νικήσουν. Τότε η Αθηνά έμαθε τον πανάρχαιο χρησμό που έλεγε πως οι Γίγαντες θα χαθούν μόνο αν κάποιοι θνητοί πολεμήσουν στο πλάι των αθανάτων. Μόλις το άκουσε ο Δίας έστειλε την Αθηνά να φωνάξει δυο θνητούς γιους του, τον Ηρακλή τον οποίο είχε αποκτήσει με την Αλκμήνη και τον Διόνυσο που τον γέννησε με τη Σεμέλη. 

Η Γη αμέσως άρχισε να ψάχνει ένα μαγικό βοτάνι που θα έκανε ατρόμητους τους Γίγαντες από τα βέλη των θνητών. Ο Δίας για να την καθυστερήσει απαγόρευσε στον Ήλιο, τη Σελήνη και την Αυγή να ανατείλουν. Έτσι, επικράτησε για πολλές μέρες σκοτάδι μέχρι που ο Δίας βρήκε πρώτος το μαγικό βοτάνι και το κατέστρεψε. 

Έτσι η πορεία προς τη νίκη ξεκίνησε. Σε λίγο κατέφθασε ο Ηρακλής που υπήρξε ο πολυτιμότερος σύμμαχος της Αθηνάς σ' αυτόν τον αγώνα και με τα βέλη του σκότωσε πάρα πολλούς Γίγαντες. Μάλιστα, επειδή ήταν γιος του Δία, μπορούσε όταν κουραζόταν από την πολύωρη μάχη, ν' ανεβαίνει στο άρμα του θεϊκού πατέρα του. 

Ο Διόνυσος ήρθε με τη συνοδεία του, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες, καβάλα πάνω σε γαϊδούρια που με τους κρότους και τα γκαρίσματά τους πολλές φορές τρόμαζαν τους Γίγαντες. Ένα άλλο όπλο του Διόνυσου ήταν και ο θύρσος, το σύμβολό του, ένα μακρύ ραβδί στολισμένο με κισσό. Οι δυο γιοι του Δία για τη γενναιότητα και το θάρρος που έδειξαν στη Γιγαντομαχία ανταμείφθηκαν και έγιναν αθάνατοι.

ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ

Ο Ηρακλής χτύπησε πρώτα με το τόξο του τον Αλκυονέα. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος από τους Γίγαντες και σύμφωνα με μια παράδοση, ο αρχηγός τους. Ο Αλκυονέας έπεσε κάτω με τρομερό κρότο. Αλλά τη στιγμή που ο ήρωας πανηγύριζε για την επιτυχία του, τον είδε να σηκώνεται πάλι υψώνοντας απειλητικά το τεράστιο κορμί του.

Ήταν μάλιστα έτοιμος να εκτοξεύσει στον Ηρακλή έναν τεράστιο βράχο που βρισκόταν δίπλα του. Ευτυχώς η Αθηνά κατάφερε να τον εμποδίσει. Μετά εξήγησε στον Ηρακλή που ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, ότι ο Αλκυονέας ήταν αθάνατος όσο πατούσε στο χώμα που τον γέννησε. Τότε ο ήρωας φορτώθηκε στις στιβαρές πλάτες του το Γίγαντα, τον μετέφερε έξω από το πεδίο της Φλέγρας όπου είχε γεννηθεί και τον εξόντωσε τελειωτικά με τα βέλη του. Οι κόρες του, οι Αλκυονίδες, απελπισμένες από το θάνατο του πατέρα τους, ρίχτηκαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε πουλιά (τις αλκυόνες).

Ο Πορφυρίωνας που φιλοδοξούσε να εξουσιάσει τη Δήλο και τους Δελφούς και η Γη του είχε υποσχεθεί να τον ζευγαρώσει με την Ήβη, την κόρη της Ήρας, παρακολουθούσε την εξόντωση του αδερφού του και όρμησε να εκδικηθεί τον Ηρακλή. Και σίγουρα ο τρομερός Γίγαντας θα καταπλάκωνε μ' ένα βουνό τον ήρωα. Ευτυχώς όμως ο Δίας μηχανεύτηκε ένα κόλπο την τελευταία στιγμή. Διέταξε την Αφροδίτη να κυριέψει το Γίγαντα με ερωτικό πάθος για την Ήρα που βρισκόταν εκεί κοντά. Η Αφροδίτη έστειλε το γιο της τον Έρωτα εναντίον του Πορφυρίωνα και ξαφνικά αυτός αδιαφορώντας για τον Ηρακλή άρχισε να κυνηγάει την Ήρα για να σμίξει μαζί της. Τη στιγμή ακριβώς που είχε συλλάβει τη θεϊκή βασίλισσα και είχε σκίσει τα μεγαλόπρεπα πέπλα της, ο Ηρακλής βρήκε την ευκαιρία να τον εξοντώσει με το βέλος του.

Ανάλογο ρόλο έπαιξε και η ίδια η Αφροδίτη στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας. Σε μια δύσκολη στιγμή που δεκαπέντε Γίγαντες είχαν περικυκλώσει απειλητικά τον Ηρακλή, αυτή μετέφερε με τη θεϊκή δύναμή της τον ήρωα σ' ένα σπήλαιο. Κατόπιν, έδειξε το καταπληκτικό της σώμα στους Γίγαντες. Αυτοί μονομιάς κυριεύτηκαν από ερωτικό πάθος και άρχισαν να τρέχουν πίσω από τη θεά. Η Αφροδίτη τους οδήγησε έτσι στη σπηλιά όπου είχε κρύψει τον Ηρακλή. Επειδή οι Γίγαντες δε χωρούσαν να περάσουν όλοι μαζί την είσοδο της σπηλιάς, έμπαιναν μέσα ένας ένας. Ο Ηρακλής με μεγάλη ευκολία κατάφερε να τους εξοντώσει και τους δεκαπέντε. Η Αθηνά, πολεμική θεά, δεν κατέφυγε σε τέτοια γυναικεία κόλπα. χρησιμοποιώντας το δόρυ και το ακόντιό της πολέμησε αντρίκεια. Στην αρχή πάλευε πολλές ώρες με τον Πάλλαντα. Ο Γίγαντας ήταν τρομερά δυνατός, όμως η Αθηνά χρησιμοποιώντας πολεμικά κόλπα και έξυπνη στρατηγική κατάφερε να τον εξοντώσει. Στη συνέχεια τον έγδαρε και από το δέρμα του κατασκεύασε τη δική της αιγίδα, που την έκανε ατρόμητη.

Ο Εγκέλαδος, όταν είδε το φριχτό τέλος του Πάλλαντα, το έβαλε στα πόδια. Η Αθηνά όμως τον αντιλήφθηκε και τον καταδίωξε. Επειδή δυσκολευόταν να τον φτάσει, άρπαξε τη Σικελία και την πέταξε κατά πάνω του. Το νησί βρήκε το στόχο του και καταπλάκωσε το Γίγαντα. Έτσι εξηγούνταν από τους αρχαίους οι εκρήξεις της Αίτνας, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα τινάγματα του Εγκέλαδου που ψυχομαχούσε.

Μια παρόμοια περιπέτεια με τον Εγκέλαδο είχε και ο Πολυβώτης. Αυτόν ανέλαβε να τον αντιμετωπίσει ο Ποσειδώνας. Η μάχη μέσα στη θάλασσα ήταν τρομερή. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν και κόντευαν να φτάσουν τα παλάτια του Ουρανού, ψηλά στον Αιθέρα. Ο Ποσειδώνας όμως είχε το προνόμιο ότι βρισκόταν στο δικό του χώρο, μέσα στο υγρό του βασίλειο. Με το όπλο που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες, την τρομερή τρίαινα, κατάφερε να τρυπήσει πολλές φορές το κορμί του Γίγαντα. Το αίμα του κυλούσε ασταμάτητα και κοκκίνισε ολόκληρη τη θάλασσα· μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα τράπηκε σε φυγή.

 Ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας όμως άρπαξε ένα κομμάτι από την Κω, το πέταξε με μεγάλη δύναμη στον Πολυβώτη και τον πλάκωσε. Το κομμάτι της Κω που καταπλάκωσε το Γίγαντα είναι το γνωστό νησάκι Νίσυρος.Στη Γιγαντομαχία έλαβε μέρος και ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία από τη Λητώ. Πιο γνωστή είναι η μάχη που έδωσε με το Γίγαντα Εφιάλτη. Τα μαγικά του βέλη έπεφταν σαν βροχή πάνω στο τρομερό τέρας. Στην αρχή ο Εφιάλτης έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Ο Ηρακλής όμως που είχε μάθει από την Αθηνά όλα τα μυστικά για την εξόντωση των εχθρών, έτρεξε για να βοηθήσει.

 Ο Εφιάλτης ήταν ένας από τους Γίγαντες για τους οποίους υπήρχε χρησμός ότι θα εξοντωνόταν μόνο αν τους χτυπούσε παράλληλα ένας θνητός και ένας αθάνατος. Έτσι όταν ο Απόλλωνας τόξευσε το αριστερό μάτι του Γίγαντα, ο Ηρακλής σημάδεψε το δεξί. Τότε ο Εφιάλτης, τυφλωμένος και με το αίμα να τρέχει σαν ποτάμι πάνω στα γένια του και το τεράστιο σώμα του, ξεψύχησε. 
Η Γη για να εκδικηθεί τον Ηρακλή άρχισε από τότε να στέλνει τη μορφή του Εφιάλτη στα όνειρα των θνητών.

Ο Διόνυσος μαζί με τους Σάτυρους έτρεψαν σε φυγή τον Εύρυτο. Ο γιος του Δία τον καταδίωξε και μ' ένα χτύπημα του θύρσου του κατάφερε να σκοτώσει το Γίγαντα. Αλλά η λύσσα του ήταν τόσο μεγάλη ώστε παρακάλεσε τον πατέρα του να τον μεταμορφώσει σε λιοντάρι. 

Ο Δίας άκουσε το γιο του και έτσι σε λίγο ο Διόνυσος με μορφή λιονταριού κατασπάραξε το νεκρό Εύρυτο. Ο Πελώρεος που είδε το τέλος του αδερφού του βάλθηκε να εκδικηθεί το φονιά.Αρπαξε λοιπόν με μεγάλη ορμή το όρος Πήλιο και το εκτόξευσε ενάντια στον Διόνυσο, τους Σάτυρους και τους Κορύβαντες.

Ευτυχώς που ο Αρης παρακολουθούσε τη σκηνή και έπιασε το βουνό στον αέρα. Έτσι γλίτωσε τον Διόνυσο και την παρέα του από βέβαιο θάνατο. Ο Ποσειδώνας στη συνέχεια κυνήγησε τον Πελώρεο και όταν τον είδε να πηδά μέσα στα νερά του Σπερχειού ποταμού για να γλιτώσει, τον χτύπησε με την τρίαινά του και τον σκότωσε. 

Οι αρχαίοι μυθογράφοι ασχολήθηκαν με τη Γιγαντομαχία και μέσα από τα έργα τους μας περιγράφουν πολλές σημαντικές σκηνές της.

Τον Ευρυμέδοντα, που σύμφωνα με μια παράδοση ήταν αυτός ο αρχηγός των Γιγάντων, τον σκότωσε ο ίδιος ο Δίας. Και να πώς έγινε η τρομερή πάλη μεταξύ τους: Ο Ευρυμέδοντας ήθελε να σκοτώσει ο ίδιος τον Δία έτσι ώστε σε περίπτωση νίκης των Γιγάντων, να γίνει αυτός ο κυρίαρχος του κόσμου. Έψαχνε λοιπόν μέσα στην αναταραχή τον αρχηγό των Ολυμπίων. Σε κάποια στιγμή διέκρινε τον αστραποβόλο κεραυνό και όρμησε με λύσσα εναντίον του. Η Γη προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει το γιο της. Έτσι έκανε να φυτρώσουν από το σώμα του χιλιάδες δηλητηριώδη φίδια. Ο Ευρυμέδοντας άρχισε μ' όλη του τη δύναμη να χτυπά τον Δία, που όμως προστατευόταν από τη θεϊκή αιγίδα του. Σε κάποια στιγμή ο Δίας κατάφερε να βάλει το πρόσωπο της Γοργόνας μπροστά στα μάτια του Γίγαντα. Τότε αυτός κυριεύτηκε από τρόμο. Ο Δίας έριξε πάνω του τον κεραυνό και σε λίγο το κορμί του τυλίχτηκε στις φλόγες. Κόρη του Ευρυμέδοντα ήταν η Περίβοια, που ζευγαρώθηκε με τον Ποσειδώνα και έφερε στον κόσμο τον Ναυσίθοο, πατέρα του Αλκίνοου, του βασιλιά των Φαιάκων.

Ο Ήφαιστος στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας χρησιμοποιούσε ως όπλα του τα διάφορα υλικά που είχε μέσα στο θεϊκό εργαστήρι του. Επάνω στη φωτιά έλιωνε διάφορα μέταλλα, όπως ατσάλι, σίδερο, χαλκό και πυρακτωμένα τα εκτόξευε στους Γίγαντες. Μ' αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εξοντώσει έναν πολύ επικίνδυνο Γίγαντα, τον Μίμαντα. Τη στιγμή που αυτός χτυπιόταν με τον Δία και την Αθηνά και τους είχε φέρει σε δύσκολη θέση, ο Ήφαιστος του έριξε βλήματα πυρακτωμένου σιδήρου. Τότε ο Γίγαντας ένιωσε το κορμί του να ζεματάει, άρχισε να ουρλιάζει, έπεσε κάτω και κυλιόταν απελπισμένα στο έδαφος. Ο Δίας τότε βρήκε την ευκαιρία και τον πλάκωσε μ' ένα βουνό. Από τότε είναι θαμμένος κάτω από το όρος Μίμαντας που βρίσκεται στις Ερυθρές απέναντι από τη Χίο. Ο φτερωτός Ερμής και σ' αυτόν τον πόλεμο χρησιμοποίησε την πονηριά του. Κατέβηκε στον Αδη και ζήτησε από το θείο του, τον μελαψό Πλούτωνα, την κυνέα, που τον έκανε αόρατο. Πέταξε αμέσως πάλι στη χώρα της συμπλοκής και φορώντας το μαγικό κράνος πλησίασε τον Ιππόλυτο. Ο Γίγαντας άρχισε ξαφνικά να βλέπει τεράστιους βράχους να σηκώνονται μόνοι τους από τη γη και να πέφτουν επάνω του. Σε λίγο άρχισε να νιώθει τσιμπήματα, κλοτσιές, γροθιές σ' όλο του το κορμί μα δεν έβλεπε κανέναν να βρίσκεται κοντά του. Τότε νόμισε πως τρελάθηκε από την οχλαγοή και τους κρότους και τράπηκε μόνος του σε φυγή. Ο Ερμής τον κυνήγησε και κατάφερε με μεγάλη ευκολία να τον αποτελειώσει.

Αλλά και οι υπόλοιπες θεές που πήραν μέρος στη Γιγαντομαχία κατάφεραν να δώσουν ένα χέρι βοήθειας στους βασικούς πρωταγωνιστές. Έτσι, η Εκάτη κατάφερε ρίχνοντας αμέτρητους αναμμένους δαυλούς να εξοντώσει τον Κλυτία. Αυτός δεν προλάβαινε να αποφύγει τον έναν και αμέσως έφτανε ο άλλος δαυλός. Σε κάποια στιγμή που άφησε ελεύθερα τα χέρια του για να ξεκουραστούν, η Εκάτη του πέταξε μια βροχή αναμμένους δαυλούς. Ο Γίγαντας τυλίχτηκε στις φλόγες χωρίς να προλάβει ν' αντιδράσει. Έτσι βρήκε φριχτό θάνατο. Επίσης, η Αρτεμη, η θεά του κυνηγιού, ρίχνοντας τα θεϊκά βέλη της σκότωσε τον Γρατίωνα. Τέλος, οι Μοίρες, οι κόρες του Δία, στάθηκαν στο πλευρό του εξοπλισμένες με τα χάλκινα ρόπαλά τους. Αυτές σκότωσαν τον Αγριο και τον Θέοντα. Ο φοβερός Αδαμάστορας βλέποντας τον έναν πίσω από τον άλλο τους αδερφούς του να εξουδετερώνονται από τους Ολύμπιους, σε μια τελευταία προσπάθεια διαφυγής από τη μοίρα άρπαξε ολόκληρη την οροσειρά της Ροδόπης και την έριξε καταπάνω τους. Ο Ήλιος που περνούσε εκείνη την ώρα με το άρμα του, την τελευταία στιγμή κατάφερε ν' αλλάξει την πορεία των βουνών και έσωσε τους θεούς. Τότε αυτοί είδαν πως δεν ήταν εύκολο να τα βγάλουν πέρα με τον αδάμαστο Αδαμάστορα, παρά μόνον εάν ένωναν όλοι μαζί τις δυνάμεις τους. Όρμησαν λοιπόν επάνω του ο Δίας, ο Αρης, ο Ερμής, ο Απόλλωνας, ο Ήφαιστος και μαζί ο Ηρακλής και ο Διόνυσος και μετά από πολλές ώρες πάλης κατάφεραν να τον εξοντώσουν.

Όλους τους υπόλοιπους Γίγαντες τους ξέκανε με τον κεραυνό του ο Δίας και με τα βέλη του ο Ηρακλής. Όταν πια τους εξόντωσαν όλους, οι θεοί κάθισαν να ξαποστάσουν χαρούμενοι για τη νίκη τους. Αμέσως μετά άρχισαν να τακτοποιούν τα θεϊκά τους παλάτια που σχεδόν είχαν καταστραφεί ύστερα από τέτοια κοσμοχαλασιά.

Μετά από χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι συνέχιζαν να βρίσκουν μέσα στη γη κόκαλα από σκοτωμένους Γίγαντες. Έδειχναν βράχους που είχαν εκσφενδονίσει αυτοί ή οι θεοί, όπως ένα βράχο στη Λυκαονία, που έλεγαν πως τον είχε ρίξει ο Δίας· νησιά σαν τη Νίσυρο, τη Λήμνο και την Πορφυριώνη στην Προποντίδα· βουνά σαν τον Μίμαντα και ηφαίστεια σαν το Βεζούβιο και την Αίτνα που κρατούσαν στα σπλάχνα τους τους Γίγαντες. Αλλοι ιστορούν πως επίτηδες η Γη με στοργή είχε θάψει τους γιους της βαθιά κάτω από τα βουνά ή πως είχε μεταμορφώσει τους ίδιους σε βουνά.


Το είδαμε εδώ


Η Σελήνη στην Ελληνική Μυθολογία


Το όνομά της ετυμολογείται από το σέλας (φως). Στην Ελληνική μυθολογία και Ελληνική Εθνική Θρησκεία η Σελήνη, ή Μήν (από τη σεληνιακή μηνολόγηση) ή Πασιφάη (στη Λακωνία), είναι τιτανική οντότητα, Κατά την Θεογονία του Ησιόδου η Σελήνη είναι κόρη του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή της Ηούς (Αυγής), και του Ηλίου, ο οποίος τη φωτίζει αιώνια λόγω της αδελφότητάς τους.

Απεικονίζεται συνήθως ως θηλυκή μορφή με μία ημισέληνο ως στέμμα και έφιππη ή οδηγώντας άρμα με φτερωτούς ίππους. Άλλοτε οι περιγραφές την θέλουν να οδηγεί μια αγέλη βοών και το ημισεληνιακό της στέμμα συσχετισμένο με τα κέρατα του ταύρου. Διασχίζει κυκλοτερώς τον ουρανό όμοια με τον αδελφό της, πάνω σε άρμα που σέρνουν δύο ημίονοι, ίπποι ή ταύροι, κατά το ένα μέρος τους λευκοί και κατά το άλλο μαύροι, αλληγορία του ότι μόνο η μία πλευρά της σεληνιακής επιφάνειας φωτίζεται από το ηλιακό φως.


Σύμφωνα με διάφορες τοπικές παραδόσεις, έσμιξε με τον Αέρα με τον οποίο και γέννησε μία μόνο θυγατέρα, τη Δρόσο, με τον Θεό Δία (σύμφωνα με την αττική παράδοση) από τον οποίο γέννησε την Πανδία (εκ του παν-δίος, δηλ. πανθειοτάτη), με τον Θεό Πάνα (σύμφωνα με την αρκαδική λατρεία της επί του Λυκαίου όρους), με τον θνητό Ενδυμίωνα με τον οποίο γέννησε 50 κόρες, όσοι και οι σεληνιακοί μήνες της κάθε Ολυμπιάδας και, τέλος, με τον αδελφό της Ήλιο (μια παράδοση της ύστερης αρχαιότητας που διασώζει ο Κόιντος ο Σμυρναίος).


Στο θεολογικό και συμβολικό επίπεδο, η Θεά Σελήνη αποτελεί τη θηλυκή αρχή της δημιουργίας του Κόσμου, καθώς και την πόρτα προς την απόκρυφη φύση της ανθρωπότητος και του Σύμπαντος, προς εκείνο δηλαδή που μένει άφατο στην συνηθισμένη θέαση της Φύσεως. Υπό αυτή την έννοια θεωρείται ότι στοιχειώνει άμεσα το φαντασιακό και το υποσυνείδητο.
Αποτελεί επίσης η Σελήνη τη σελασφόρο εικόνα του κυκλικού χρόνου, είναι δηλαδή μία μικρογραφία της ροής του παντός. Οι άπειρες νέες σελήνες συμβολίζουν τα άπειρα χρονικά σημεία του κάθε πέρατος που αυτομάτως σηματοδοτεί μία νέα αρχή. Η σκοτεινή σελήνη επιτρέπει σε όλες τις ενέργειες να κατακαθίσουν και να ηρεμήσουν. Το Σύμπαν απεκδύεται το πολλοστό νεκρό παλαιό και ξεκινάει ξανά, φορώντας επάνω του το επίσης πολλοστό επόμενο νέο. Ο ίδιος κύκλος με τα ανθρώπινα γυναικεία έμμηνα και ο ίδιος συμβολισμός


Οι άπειρες πανσέληνοι από την άλλη, συμβολίζουν τα άπειρα χρονικά σημεία της κορύφωσης των ενεργειών στο συμπαντικό μάξιμουμ. Στην αθηναϊκή της λατρεία τής προσέφεραν σπονδές καθαρού ύδατος και μικρούς άρτους σε σχήμα ημισελήνου (σελήνιοι πλακούντες). Ιερό χρώμα της το ασημένιο και το λευκό, και ιερό της μέταλλο ο άργυρος.

Είναι η πρώτη και η μόνη σεληνιακή Θεά στην αρχαιότερη ποίηση. Τα επίθετα που της αποδίδονται είναι Αίγλη, Πασιφάη, Μήνη και Φοίβη. Με την εξέλιξη της μυθολογίας και άλλες Θεές συσχετίσθηκαν με τη Σελήνη, όπως η Εκάτη, η Άρτεμις, και η Ήρα.




Το είδαμε εδώ


Το δαχτυλίδι του Γύγη - «Έμπνευση του βρετανού συγγραφέα Τόλκιν»!


Έμπνευση του βρετανού συγγραφέα Τόλκιν η ιστορία; Φυσικά και όχι. Για ακόμη μια φορά ένας ελληνικός μύθος έγινε "copy-paste". Αυτός, του Γύγη:

O Πλάτωνας, στο Β΄ βιβλίο της «Πολιτείας» του και με το στόμα του Γλαύκωνα, επινοεί ένα μύθο.

Ένας βοσκός του βασιλιά της Λυδίας ονόματι Γύγης βρίσκει τυχαία ένα μαγικό δακτυλίδι μετά από δύο καταστρεπτικά φυσικά φαινόμενα. Την ώρα που έβοσκε τα πρόβατα του άρχοντά του, έπιασε φοβερή καταιγίδα και έγινε τόσο δυνατός σεισμός, ώστε άνοιξε η γη κάτω απ' τα πόδια του. Κατέβηκε στο χάσμα που δημιουργήθηκε και εκεί μέσα στα σπλάχνα της γης, είδε ένα μεγάλο χάλκινο κούφιο άλογο. Από κάποια ανοίγματα στα πλευρά του κοίταξε μέσα του και διαπίστωσε ότι εκεί ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός με διαστάσεις σχεδόν γιγαντιαίες. Και το σημαντικότερο, φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δακτυλίδι. Όταν ανέβηκε στην επιφάνεια διαπίστωσε ότι το εύρημά του είχε μία αξιοπερίεργη μαγική δυνατότητα. Περιστρέφοντας την πέτρα του («σφενδόνην» την ονομάζει ο Πλάτωνας) προς το εσωτερικό της παλάμης του, γινόταν αόρατος και εμφανιζόταν πάλι, γυρίζοντας το δακτυλίδι προς την αντίστροφη φορά.

Ο ταπεινός βοσκός είχε λοιπόν στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο. Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε, χωρίς να γίνεται αντιληπτός και κυρίως, χωρίς να τιμωρείται ή έστω να επιπλήττεται. Έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη φορέας μιας τουλάχιστον παράδοξης και απρόσμενης δύναμης, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός του, πάντα όμως υπό το βάρος μιας έστω και λανθάνουσας αδικίας, που μπορούσε να φτάσει κι ως το έγκλημα. Και πραγματικά έτσι έγινε.

Ο ασήμαντος μέχρι τότε Γύγης έγινε εραστής της βασίλισσας και με τη βοήθειά της σκότωσε τον αφέντη του και πήρε ο ίδιος την εξουσία. Κατέλαβε λοιπόν μια θέση που του χάρισε η δύναμη ενός χρυσού κρίκου, χωρίς να υπολογίσει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποίησε, αλλά με μοναδικά κίνητρα – συνηθισμένα στην ανθρώπινη φύση -τη δόξα και τον πλούτο.

Ο Γλαύκωνας, που διηγείται τη φανταστική αυτή ιστορία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μάλιστα ξέρει εκ των προτέρων ότι δε θα υποστεί τις συνέπειες της αδικίας του. Και αυτό γιατί ο κοινός νους λέει ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ένα αγαθό στη ζωή μας, αφού η εφαρμογή της προσκρούει στο προσωπικό μας συμφέρον. Για όλους μας λοιπόν το βασανιστικό ερώτημα «αδικείν η αδικείσθαι;» γίνεται πολύ απλό. Και η απάντηση στη συνείδησή μας δεν είναι τουλάχιστον μία ανώδυνη ουδετερότητα, αλλά μία συνειδητή επιλογή συμφέροντος: «αδικειν» και μάλιστα αν είναι δυνατόν ατιμώρητα.

Ένα δακτυλίδι λοιπόν έγινε η αιτία να διαφθαρεί ένας απονήρευτος βοσκός και να περάσει από το φως του ενάρετου στη σκιά του εγκληματία. Διαπράχθηκε μια αμαρτία που ο Πλάτωνας ονομάζει αδικία, δηλαδή άρση της δικαιοσύνης.

Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να αλλάξει νοοτροπία να παλέψει με το κακό να θεαθεί το φως δηλαδή το ωραίο, το δίκαιο, το αρμονικό,το αληθινό και τούτο γίνεται με ένα και μόνο όπλο σύμφωνα με τον Πλάτωνα ,ένα όπλο ανίκητο ακόμα και σήμερα: Την Ολοκληρωμένη Παιδεία.

[Ο Γύγης - ιστορικό πρόσωπο - ήταν βασιλιάς της Λυδίας κατά το πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Πήρε το θρόνο με τη βοήθεια της συζύγου του τελευταίου βασιλιά από τους απογόνους του Ηρακλή και ίδρυσε νέα δυναστεία των Μερμναδών.

Με το μύθο συμφωνεί ως ένα βαθμό και το γεγονός, ότι είχε στο σκήπτρο του και ένα δαχτυλίδι με μεγάλο πολύτιμο λίθο. Είναι επίσης γνωστό πως ήταν δραστήριος και ενεργητικός βασιλιάς και πως οδήγησε τη Λυδία και την πρωτεύουσα της, τις Σάρδεις, στην μεγαλύτερή της ακμή. Το βασίλειο του, συμπεριελάμβανε όλη τη δυτική Μικρά Ασία ως τον ποταμό Άλυ και η δυναστεία του έμεινε στην εξουσία πάνω από εκατό χρόνια.

Ο τελευταίος του απόγονος στο θρόνο της Λυδίας ήταν ο βασιλιάς Κροίσος, που έγινε ξακουστός για τα πλούτη του και για την κακή ερμηνεία που έδωσε στο χρησμό της Πυθίας.Ο μύθος του Γύγη έχει εμπνεύσει και πολλούς σύγχρονους συγγραφείς. Ίσως περισσότερο γνωστό να τον έκανε το δράμα του Φρίντριχ Χέμπελ « Ο Γύγης και το δαχτυλίδι του» (1856). Στο χώρο της λογοτεχνίας ο μύθος αξιοποιήθηκε από τον Θεόφιλο Γκωτιέ στη νουβέλα του «Ο βασιλιάς Κανδαύλης» (1844) και στο θέατρο πάλι από τον Αντρέ Ζίντ στο ομώνυμο θεατρικό του έργο (1901). Το 1920 ο Α. Μπρυνώ έγραψε την όπερα «Κανδαύλης».]

anogi.gr / Ιωάννα Μπισκιτζή Λέκτορας Κλασσικής φιλολογίας

Το είδαμε εδώ