Όταν σήμερα ομιλούμε για το διπλωματικό έργο του Ιωάννη Καποδίστρια δεν θα πρέπει να αναφερόμαστε σε αυτό ωσάν να ήταν ένα ιστορικό απολίθωμα, αναχρονιστικό και ξεθωριασμένο, αλλά ως μια ζώσα πνευματική και ιστορική πηγή, ανεξάντλητη στον χρόνο, από την οποία ασυγκράτητα αναβλύζουν όλα εκείνα τα ευγενή ιδανικά του τόπου μας και δίνουν πνοή ζωής στην ύπαρξή μας.
Αν θα πρέπει ιστορικά να απαντηθεί το πώς ο Καποδίστριας κατάφερε να επιτύχει τελικά τον σκοπό του σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο δημιουργώντας τις προϋποθέσεις να αναγνωριστεί η Ελλάδα διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος, παρά τις μηχανορραφίες και τις ραδιουργίες που υφάνθηκαν εις βάρος του, ιδίως από το λεπτό νήμα της αυστριακής διπλωματίας, αυτή θα ερχόταν σίγουρα από την επιστολή που έγραψε ο καγκελάριος της Αυστρίας πρίγκιπας Κλήμης φον Μέττερνιχ στη Δωροθέα Lieven:
«Τότε μονάχα θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχα, όταν ο Καποδίστριας θα έχει θανατωθεί! Ενόσω ζει, θα είναι πάντοτε επικίνδυνος. Όμως, για να ειπώ την αλήθεια, αυτός είναι ένας έντιμος και πολύ χρήσιμος άνθρωπος, ενώ εγώ; Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος, και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας».
Η ιστορική αυτή διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών ανδρών ήταν διαμάχη μεταξύ δύο κόσμων. Ο Μέττερνιχ υπήρξε ένας πολιτικός πάντοτε πιστός στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας και της διατήρησης της νομιμότητας στην Ευρώπη.
Ένας ακραιφνής οπαδός της πολιτικής της καταπιέσεως και της επιβολής της βίας έναντι σε κάθε απελευθερωτικό κίνημα. Από την άλλη μεριά, η προσέγγιση του Καποδίστρια στο θέμα της επεμβάσεως των μεγάλων δυνάμεων στα επαναστατικά κινήματα των μικρότερων και ασθενέστερων λαών της Ευρώπης υπήρξε ριζικά αντίθετη, όχι μόνο ως προς τους τρόπους, αλλά κυρίως ως προς τα μέσα καταστολής τους.
Ο Καποδίστριας χωρίς να επικροτεί τις επαναστάσεις, εν τούτοις τασσόταν υπέρ της αρχής της μη ένοπλης επεμβάσεως και θεωρούσε πως αυτές οι επαναστάσεις έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σταδιακές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψιν κυρίως την παραχώρηση Συντάγματος και Συνταγματικών ελευθεριών, τη λαϊκή κυριαρχία και την πολιτική και εθνική ανεξαρτησία των λαών.
Ένα τέτοιο ιστορικό παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα της Νεάπολης, όπου εκεί ο Καποδίστριας πρότεινε ως λύση την αλλαγή κυβερνητικού συστήματος εν αντιθέσει προς τον Μέττερνιχ ο οποίος έβλεπε ως μοναδική λύση την ένοπλη επέμβαση.
Αλλά δεν είναι και το μόνο. Στο συνέδριο του Aachen, το 1818, ο Καποδίστριας αγωνίστηκε με παρρησία και σθεναρότητα για τις αξίες και τις ελευθερίες των μικρότερων κρατών, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ασχέτως αν οι προσπάθειές του δεν τελεσφόρησαν επειδή δεν ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Οφείλει να μην παροραθεί το γεγονός ότι ο Καποδίστριας σε εκείνο το συνέδριο, παρά τις σθεναρές αντιρρήσεις του Μέττερνιχ, κατάφερε να πείσει τους αντιπροσώπους των μεγάλων Δυνάμεων να αποσύρουν τα στρατεύματα κατοχής από την ηττημένη Γαλλία και ταυτοχρόνως να περιορίσει τις οικονομικές απαιτήσεις των νικητών διασώζοντας τη Γαλλία από την οικονομική κατάρρευση.
Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προσέφερε στον Καποδίστρια ένα πολύ σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο Καποδίστριας όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά. Και όταν εκείνοι επέμειναν, τότε ο Καποδίστριας τους ζήτησε να προσφέρουν από ένα αντίτυπο όσων βιβλίων υπήρχαν διπλά στη βιβλιοθήκη των Παρισίων για τις βιβλιοθήκες που σκόπευε να ιδρύσει στην Ελλάδα.
«Το περιττόν σας είπε, θα γίνει κεφάλαιον της βιβλιοθήκης την οποίαν επιθυμώ να συστήσω εις την πατρίδα μου και άλλο ουδέν υπάρχει εις εμέ χαριέστερον.»
Την ίδια προσπάθεια κατέβαλε και στα συνέδρια του Troppau και του Laibach το 1820 και 1821 τα οποία συνήλθαν προκειμένου να αντιμετωπιστούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις τα λεπτής και ίσως εύθραυστης ισορροπίας ζητήματα για τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις που προέκυψαν μετά την έκρηξη των επαναστάσεων αρχικώς στην Ισπανία και στην Νεάπολη και κατόπιν στο Πεδεμόντιο, καθώς και στο συνέδριο της Βιέννης όπου ο Καποδίστριας αγωνίστηκε για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των μαύρων, την κατάργηση του δουλεμπορίου και της δουλείας στις ακτές της Αφρικής.
Οι σύνεδροι ταυτίστηκαν πλήρως με τις ανθρωπιστικές ιδέες του Καποδίστρια και υιοθέτησαν τις προτάσεις του διακηρύσσοντας ότι το εμπόριο των νέγρων αντιτασσόταν στους νόμους της ανθρωπότητας και του δημόσιου ήθους.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο διπλωμάτης που με το πάθος του για την ελευθερία, το απροσκύνητο ήθος και την ευρεία μόρφωση άλλαξε άπαξ διά παντός τον ρου της Ευρωπαϊκής Ιστορίας υπέρ της Ελλάδος, η απελευθέρωση της οποίας σήμανε την αρχή της αφύπνισης και των υπόλοιπων αδύναμων και κατατρεγμένων λαών της Ευρώπης που ζούσαν εγκλωβισμένοι στον ιστό της διατήρησης της ισορροπίας ισχύος της Ιεράς Συμμαχίας.
Ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας αφιέρωσε την ζωή του στην Ελλάδα με περισσή αυταπάρνηση, εντιμότητα και προσηνή απλότητα και εκείνη με προθυμία του την πήρε. Και μαζί του πήρε μακριά από τούτο τον τόπο και τον ελεύθερο άνθρωπο, δηλαδή τον κριτικά σκεπτόμενο.
Όχι τον εκ πεποιθήσεως αντιδραστικό αλλά τον εξ ανάγκης φιλαλήθη. Και τέτοιοι άνθρωποι από την εποχή του Σωκράτη διώκονται απηνώς ή χαρακτηρίζονται ως «τύραννοι» όπως αποκαλούσε η αντιπολίτευση της εποχής τον Καποδίστρια.
Ο δε ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος έγραφε λίγο πριν τη δολοφονία του:
«Τρέμε τύραννε.
Η ώρα του θανάτου σου σημαίνει
Η οργή του Έθνους όλου, η οργή μου σε προσμένει.
Στον ναόν που θα μολύνεις τρέχω να παραμονεύσω,
Τρέχω τρέχω στου Υψίστου τον βωμόν να σε φονεύσω.
Έρχεται… Τον προμηνύουν σάλπιγγες και μουσική.
Έρχεται… Τον προπομπεύει μισθοφόρος φυλακή.
Μιμητής του Αρμοδίου και Αριστογείτων νέος,
Σκέπασε, Μαυρομιχάλη, το σπαθί σου με μυσρίνη
Τον προδότη της πατρίδος κτύπα… Κτύπα και γενναίως
Πέθανε καθώς εκείνοι».
Φέτος, συμβολικά στις 11 Φεβρουαρίου, ημερομηνία γεννήσεως του πρώτου κυβερνήτη της χώρας, εορτάστηκαν στην παλαιά Βουλή των Ελλήνων τα 240 χρόνια από τη γέννηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Του δικού μας Γιάννη Αγιάννη. Του ανθρώπου που αγάπησε, καλλώπισε και ευεργέτησε τον τόπο του όσο ελάχιστοι και για την αγάπη του αυτή, ανταμείφθηκε από τους συντοπίτες του με σφαίρες.
Σφαίρες οι οποίες τελικά βρήκαν ευθεία στην καρδιά τον ίδιο μας τον εαυτό.
Έκτοτε, ψάχνουμε σαν στοιχειά, απελπισμένα να τον βρούμε, αλλ’ ανάσασιν καμιά και όπου κι αν τον ψάξαμε είπαν όλοι με ένα στόμα πως θα μας βοηθούσαν, αλλά μας γέλασαν οικτρά.
dinfo.gr