BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τα φτερά της ψυχής


Πώς λειτουργεί η ψυχή μας;
Στο βιβλίο «Φαίδρος» του Πλάτωνα, στο 245c, υπάρχει ένα εξαιρετικά σημαντικό σημείο, στο οποίο μας αποκαλύπτει τον τρόπο λειτουργίας της ψυχής μας.

Ας το δούμε αναλυτικά:

ψυχὴ πᾶσα ἀθάνατος.
Κάθε ψυχή είναι αθάνατη.

τὸ γὰρ ἀεικίνητον ἀθάνατον•
Αυτό το ον που δεν χάνει ποτέ την κίνησή του είναι αθάνατο,

τὸ δ᾽ ἄλλο κινοῦν καὶ ὑπ᾽ ἄλλου κινούμενον,
και αυτό το αθάνατο ον, έχει την δυνατότητα να κινεί κάποιο άλλο σώμα. Όμως ό,τι κινείται από κάποιο άλλο ον,

παῦλαν ἔχον κινήσεως,
κάποια στιγμή θα σταματήσει να κινείται,

παῦλαν ἔχει ζωῆς.
και σαν αποτέλεσμα θα σταματήσει και η ζωή του.

Υπονοεί βεβαίως το υλικό σώμα του ανθρώπου που κινείται από μία άυλη ψυχή, που είναι το αθάνατο ον, η οποία όταν σταματήσει να κινεί το υλικό μας σώμα, αυτό αναπόφευκτα πεθαίνει.

μόνον δὴ τὸ αὑτὸ κινοῦν,
Δηλαδή μόνο αυτό το ον το οποίο κινεί το ίδιο τον εαυτό του,

ἅτε οὐκ ἀπολεῖπον ἑαυτό,
και δεν αποχωρίζεται ποτέ από τον εαυτό του,

οὔποτε λήγει κινούμενον,
ουδέποτε θα πάψει να κινείται.
Αυτός είναι ο ορισμός της ψυχής!

ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσα κινεῖται τοῦτο πηγὴ καὶ ἀρχὴ κινήσεως.
Αλλά και σχετικά με τα άλλα όντα, αυτά που κινούνται πάντοτε, αποτελούν τα ίδια την αρχή και την πηγή της κίνησης.

[245d] ἀρχὴ δὲ ἀγένητον.
Και αυτή η αρχή της κίνησης προηγείται της γέννησης του σύμπαντος.

ἐξ ἀρχῆς γὰρ ἀνάγκη πᾶν τὸ γιγνόμενον γίγνεσθαι,
Η αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος, συνοδεύτηκε από τον νόμο της ανάγκης (ή εντροπίας), ώστε με βάση αυτόν τον νόμο, να γεννιέται αυτό που πρέπει να γεννηθεί.

αὐτὴν δὲ μηδ᾽ ἐξ ἑνός•
Όσον αφορά αυτήν την ίδια την αρχή που δημιούργησε το σύμπαν, αυτή δεν έχει δημιουργηθεί από τίποτα άλλο, παρά από το «πρωταρχικό εν».

εἰ γὰρ ἔκ του ἀρχὴ γίγνοιτο,
Διότι αν κάτι είχε δημιουργηθεί πριν την δημιουργία του σύμπαντος,

οὐκ ἂν ἔτι ἀρχὴ γίγνοιτο.
τότε δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δημιούργημα.

ἐπειδὴ δὲ ἀγένητόν ἐστιν, καὶ ἀδιάφθορον αὐτὸ ἀνάγκη εἶναι.
Και ό,τι δεν έχει γεννηθεί από κάτι άλλο, κατά ανάγκη δεν μπορεί ποτέ και να καταστραφεί....

ἀθανάτου δὲ πεφασμένου τοῦ ὑφ᾽ ἑαυτοῦ κινουμένου,
Αυτό το ον που καθορίζουμε σαν αθάνατο, είναι πάντοτε αυτό το οποίο κινεί τον εαυτό του,

ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον τοῦτον αὐτόν τις λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται.
και δεν θα πρέπει κάποιος να διστάζει να παραδεχτεί ότι η ουσία και η αιτία της ύπαρξης της ψυχής είναι συναφής με την έννοια της αθανασίας.

πᾶν γὰρ σῶμα, ᾧ μὲν ἔξωθεν τὸ κινεῖσθαι, ἄψυχον,
Και βεβαίως, κάθε σώμα το οποίο αποκτά την κίνησή του από κάποια δύναμη που βρίσκεται έξω από αυτό, θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν διαθέτει ψυχή,

ᾧ δὲ ἔνδοθεν αὐτῷ ἐξ αὑτοῦ, ἔμψυχον,
ενώ αντίθετα κάθε σώμα το οποίο αποκτά την κίνησή του από εσωτερική δύναμη, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως έμψυχο.

ὡς ταύτης οὔσης φύσεως ψυχῆς•
Διότι αυτή ακριβώς η συμπεριφορά, χαρακτηρίζει την ουσία της φύσεως της ψυχής.

εἰ δ᾽ ἔστιν τοῦτο οὕτως ἔχον,
Και αν υπάρχει κάποιο ον που λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο,

μὴ ἄλλο τι εἶναι τὸ αὐτὸ ἑαυτὸ [246a] κινοῦν ἢ ψυχήν,
πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό ακριβώς κινεί τον εαυτό του και ότι αυτό ακριβώς που το κινεί είναι η ψυχή του.

ἐξ ἀνάγκης ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψυχὴ ἂν εἴη.
Σύμφωνα με τους νόμους της Ανάγκης, η ψυχή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα ον αγέννητο και αθάνατο.

περὶ μὲν οὖν ἀθανασίας αὐτῆς ἱκανῶς•
Αλλά περί της αθανασίας της ψυχής, έχουμε μιλήσει πλέον επαρκώς.

περὶ δὲ τῆς ἰδέας αὐτῆς ὧδε λεκτέον.
Όσον αφορά όμως τον τρόπο λειτουργίας της ψυχής θα πρέπει τώρα να πούμε ορισμένα πράγματα.

οἷον μέν ἐστι, πάντῃ πάντως θείας εἶναι καὶ μακρᾶς διηγήσεως,
Αυτό λοιπόν το ον που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σαν ψυχή, θα πρέπει να πούμε, ότι με κάθε τρόπο αφορά μία θεία οντότητα και για τον λόγο αυτόν, η συζήτηση που θα κάνουμε θα πάρει μεγάλη έκταση.

ᾧ δὲ ἔοικεν, ἀνθρωπίνης τε καὶ ἐλάττονος•
Όπως είναι φυσικό, θα μιλήσουμε καταρχήν για τις ανθρώπινες ψυχές που βεβαίως αποτελούν θείες ψυχές, αλλά μικρότερης σημασίας από τις ψυχές των ανωτέρων θείων όντων.

ταύτῃ οὖν λέγωμεν.
Για αυτήν λοιπόν την ανθρώπινη ψυχή θα μιλήσουμε τώρα.

ἐοικέτω δὴ συμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου.
Ας παρομοιάσουμε λοιπόν την ψυχή του ανθρώπου, ότι αποτελεί έναν σύμφυτο συνδυασμό δυνάμεων, εκ των οποίων το ένα ζεύγος δυνάμεων διαθέτει φτερά και η τρίτη δύναμη μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ηνίοχος.
Δηλαδή ο ηνίοχος είναι αυτός που καθοδηγεί αυτό το ζεύγος των δυνάμεων.

θεῶν μὲν οὖν ἵπποι τε καὶ ἡνίοχοι πάντες αὐτοί τε ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν,
Οι ψυχές των θεών διαθέτουν το ζεύγος των ίππων τους και τους ηνιόχους τους, ώστε σαν σύνολο λειτουργούν ως αγαθοί, καθότι προέρχονται από ενάρετα μέλη.

[246b] τὸ δὲ τῶν ἄλλων μέμεικται.
Ενώ αντίθετα οι ίπποι και οι ηνίοχοι των ανθρώπων αποτελούν ανάμιξη καλών και κακών στοιχείων.

καὶ πρῶτον μὲν ἡμῶν ὁ ἄρχων συνωρίδος ἡνιοχεῖ,
Και καταρχήν, αυτός που διοικεί το άρμα της ψυχής μας, ελέγχει τα δύο άλογα κρατώντας τα ηνία τους.

εἶτα τῶν ἵππων ὁ μὲν αὐτῷ καλός τε καὶ ἀγαθὸς καὶ ἐκ τοιούτων,
Κατόπιν σε ό, τι αφορά αυτά τα άλογα, το μεν ένα άλογο είναι καλότροπο και αγαθό και χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους συμπεριφορά,

ὁ δ᾽ ἐξ ἐναντίων τε καὶ ἐναντίος•
το δε άλλο άλογο χαρακτηρίζεται από αντίθετη συμπεριφορά, διότι διέπεται από αντίθετα χαρακτηριστικά, είναι δηλαδή δύστροπο και ατίθασο.

χαλεπὴ δὴ καὶ δύσκολος ἐξ ἀνάγκης ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησις.
Και γι αυτόν τον λόγο ο έλεγχος των ίππων καθίσταται αναγκαστικά δύσκολος και κουραστικός.

πῇ δὴ οὖν θνητόν τε καὶ ἀθάνατον ζῷον ἐκλήθη πειρατέον εἰπεῖν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, αυτοί οι ίπποι ονομάστηκαν ο ένας θνητός και άλλος αθάνατος και αυτό είναι που πρέπει να καταλάβουμε.

ψυχὴ πᾶσα παντὸς ἐπιμελεῖται τοῦ ἀψύχου,
Κάθε ψυχή, με κάθε τρόπο ελέγχει ό,τι είναι θνητό,
(δηλαδή το σώμα στο οποίο βρίσκεται ενσαρκωμένη)

πάντα δὲ οὐρανὸν περιπολεῖ,
και έχει την ικανότητα να μπορεί να επισκέπτεται κάθε ουράνιο χώρο.

ἄλλοτ᾽ ἐν ἄλλοις εἴδεσι γιγνομένη.
Αλλά και την ικανότητα να ενσαρκώνεται κάθε φορά και σε διαφορετικό είδος οργανισμού.

τελέα [246c] μὲν οὖν οὖσα καὶ ἐπτερωμένη μετεωροπορεῖ τε καὶ πάντα τὸν κόσμον διοικεῖ,
Όταν η ψυχή βρίσκεται σε κατάσταση τελειότητας, διαθέτει επιπλέον και φτερά, και τότε έχει την ικανότητα να επισκέπτεται όλα τα ουράνια σώματα και να επεμβαίνει στην λειτουργία κάθε οργανωμένου κόσμου.

ἡ δὲ πτεροῤῥυήσασα φέρεται ἕως ἂν στερεοῦ τινος ἀντιλάβηται,
Όταν όμως χάσει τα φτερά της, περιπλανάται μέχρι να καταφέρει να ενσαρκωθεί σε κάποιο στερεό σώμα,

οὗ κατοικισθεῖσα, σῶμα γήϊνον λαβοῦσα,
το οποίο θα χρησιμοποιεί σαν κατοικία της και σε αυτό χρησιμεύει το γήινο σώμα που λαμβάνει.

αὐτὸ αὑτὸ δοκοῦν κινεῖν διὰ τὴν ἐκείνης δύναμιν,
Αυτό το γήινο σώμα, έχει την ικανότητα να κινείται το ίδιο αλλά χρησιμοποιώντας την δυνατότητα κίνησης που έχει η ψυχή του.

ζῷον τὸ σύμπαν ἐκλήθη,
Το σύνολο ψυχής και σώματος, ονομάστηκε ζωικός οργανισμός.

ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν,
γιατί παγιώνει την ένωση της ψυχής με το σώμα.

θνητόν τ᾽ ἔσχεν ἐπωνυμίαν•
Αυτό το σύνολο πρέπει να το κατατάξουμε στα θνητά όντα.

ἀθάνατον δὲ οὐδ᾽ ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου,
Αν τώρα αναφερθούμε στα αθάνατα όντα, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτά αποτελούνται από ένα μόνο στοιχείο,

ἀλλὰ πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε ἱκανῶς νοήσαντες [246d] θεόν,
αλλά θα τα συλλάβουμε με την φαντασία μας, διότι ούτε τα έχουμε δει ποτέ, ούτε και μπορούμε να κατανοήσουμε αρκετά καλά την έννοια της θείας υπόστασης.

ἀθάνατόν τι ζῷον, ἔχον μὲν ψυχήν, ἔχον δὲ σῶμα, τὸν ἀεὶ δὲ χρόνον ταῦτα συμπεφυκότα.
Γιατί η θεία υπόσταση πρέπει να θεωρηθεί σαν ένας αθάνατος ζωντανός οργανισμός, ο οποίος διαθέτει αφενός μεν ψυχή, αφετέρου δε διαθέτει και σώμα και αυτά τα δύο συνυπάρχουν αιωνίως...

Το είδαμε εδώ

Γιατί τα φιλοσοφικά δοκίμια γίνονται ανάρπαστα στις μέρες μας;


Γιατί τα φιλοσοφικά δοκίμια γίνονται ανάρπαστα στις μέρες μας; 
Ο Σωκράτης, αυτός ο αρχετυπικός φιλόσοφος της αρχαίας αγοράς, ο άνθρωπος που δεν έγραψε τίποτα και δεν εξέλαβε τίποτα ως δεδομένο, είναι αυτός που θα αναζητούσες σήμερα δίπλα σου σε κάθε σου πρόβλημα. Μαζί του θα έβαζες τα ερωτήματα για το τι συμβαίνει όταν είσαι πραγματικά ερωτευμένος (Συμπόσιο), όταν αναζητάς την ουσιαστική Ψυχή (Φαίδρος), όταν αναρωτιέσαι αν υπάρχει ιδανικό πολίτευμα (Πολιτεία).

Κι αυτός, σαν καλός φίλος, θα πήγαινε μαζί σου μια βόλτα μέχρι τον Πειραιά (κατέβην χτες εις Πειραιάν) για να σου δείξει ότι ενδεχομένως αγαθοί άνθρωποι υπάρχουν και μπορούν να φτιάξουν, μέσα από τον διάλογο, τις ιδανικές πολιτείες. Αρκεί να μη σταματήσουν ποτέ να αναρωτιούνται, γιατί η ζωή που παραμένει ανεξέταστη είναι πραγματικά ανυπόφορη (βίος ανεξέταστος ου βιωτός ανθρώπω).

Κάπως έτσι ο Σωκράτης θα αποδεικνυόταν αποτελεσματικότερος από τον καλύτερο φίλο, όπως αντίστοιχα κι ο Νίτσε ιδανικότερος από οποιονδήποτε ψυχοθεραπευτή. Σε στιγμές κρίσης ο φιλόσοφος άρχεται από μια εικόνα σαθρής κατάστασης ή απελπισίας για να προσφέρει τη δική του δυνατότητα αναζήτησης (ή επίλυσης). Κάτι που προφανώς εξηγεί τον βασικό λόγο που ο άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να αναρωτιέται για το καλό και το κακό, την έννοια του εαυτού και του άλλου, την περίπτωση της αδυναμίας της βούλησης (η λεγόμενη «ακρασία») και τη δυνατότητα της ορθής επιλογής.

Κι αν όλα αυτά φαίνονται περίτεχνα σε μια εποχή που η αμάλαγος πνευματικότητα έχει προ πολλού χαθεί, αρκεί η εικόνα ενός τρελαμένου ανθρώπου σε έναν παράλογο κόσμο για να καταλάβει κανείς γιατί απασχολεί τόσο σήμερα η φιλοσοφία.

Τα φιλοσοφικά δοκίμια γίνονται ανάρπαστα, οι βασικοί κανόνες φιλοσοφίας έχουν υποκαταστήσει τα βιβλία αυτογνωσίας (self help books) και ο φιλόσοφος είναι ο νέος διαδικτυακός σταρ (βλέπε εικόνα της Σιμόν ντε Μποβουάρ ως το απόλυτο doodle της Google).

Ειδικά στη χώρα μας, τα βιβλία αυτοβοήθειας μεταφράζονται αφειδώς και οι εκδοτικοί οίκοι που τόλμησαν να κυκλοφορήσουν σειρές εκλαϊκευτικής φιλοσοφίας κάνουν ήδη λόγο για ανέλπιστη επιτυχία.

Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τον κόσμο να προσφεύγει περισσότερο από ποτέ στα βιβλία εκλαϊκευτικής φιλοσοφίας; Επειδή οι συνθήκες των ανθρώπων άλλαξαν τα τελευταία χρόνια, είναι φυσικό να αυξάνεται η ανάγκη για την αναζήτηση της αυθεντίας που θα βοηθήσει ώστε να βρεθεί ο ορθός τρόπος σκέψης ή ζωής.

Ο Αλέν ντε Μποτόν με το χαρακτηριστικό βιβλίο Παρηγοριά της φιλοσοφίας ήταν από τους πρώτους που καθιέρωσαν διεθνώς τη φιλοσοφία ως τέχνη μεταμόρφωσης του βίου, εκλαϊκεύοντάς την και συγκεντρώνοντας τους δικούς του θιασώτες σε συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο στο δεντροφυτεμένο υπέροχο Μπλούμσμπερι του Λονδίνου, το οποίο ονόμασε «Σχολείο της Ζωής».

Όπως επισημαίνεται «Τα τελευταία χρόνια είναι σαν να ξαναγυρίζουμε στις πηγές, με βιβλία που αναδεικνύουν την ιαματική δύναμη του λόγου των μεγάλων φιλοσόφων, και όχι μόνο. Στα οποία το ζητούμενο είναι η εξοικείωση και το αίσθημα της επικοινωνίας με τις σκέψεις για τη ζωή και τα βασικά θέματά της, διαλεγμένες μέσα από το έργο μεγάλων συγγραφέων τόσο διαφορετικών όσο ο Ουάιλντ, ο Έσσε, ο Κάφκα ή ο Ρίλκε, δίπλα σε φιλοσόφους όπως ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ ή ο Κίρκεγκορ και ο Επίκουρος ή οι Στωικοί, που έχουν ένα κοινό, ότι αναγνωρίζονται και είναι σοφοί και ότι επιπλέον, διαβάζοντας όλοι εμείς τις σκέψεις τους, νιώθουμε πραγματικά να σταλάζει στην ψυχή μας η παρηγοριά της φιλοσοφίας».

Δεν είναι, όμως, μόνο η παρηγορητική διάσταση της φιλοσοφίας που δικαιολογεί την επιτυχία που έχει σήμερα η φιλοσοφία αλλά και η ανταπόκρισή της σε θέματα πρακτικού βίου – όπως τα οικονομικά ζητήματα ή η πολιτική. Γιατί όμως να προσφεύγουμε αρχαιόθεν στους φιλοσόφους για να μας εξηγήσουν την πρακτική διάσταση του βίου και όχι στους οικονομολόγους ή τους κοινωνιολόγους; Όπως λέει ο καθηγητής της φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ Γ. Πολίτης

" Οι κοινωνικές επιστήμες νομίζουν ότι κατανοούν ένα μέρος της πραγματικότητας και στη συνέχεια γενικεύουν την υποτιθέμενη γνώση τους για το σύνολο του κόσμου. Για τους οικονομολόγους, πάνω απ’ όλα, είναι η οικονομία. Πάρτε για παράδειγμα την ελληνική κρίση. Οι μαρξιστές λένε ότι για να σωθούμε πρέπει να στρέψουμε την οικονομία αριστερά, ενώ οι φιλελεύθεροι το αντίθετο. Κάνουν και οι δύο λάθος, γιατί το οικονομικό ναυάγιο δεν είναι αιτία του ελληνικού προβλήματος αλλά συνέπειά του. Αιτία είναι ότι η ελληνική κοινωνία έχει βουλιάξει στον παραλογισμό. Αν δεν ξεφύγει από αυτόν, όσο αριστερά και δεξιά και να πάει, τίποτα δεν τη σώζει. Αν όμως επανέλθει στη λογική, όλα θα είναι καλύτερα, ανεξάρτητα από το πόσο αριστερά ή δεξιά θα κινηθεί. Εδώ έρχεται η φιλοσοφία: κάνει τη διάγνωση, προτείνει και τη λύση."

Γι’ αυτό και όχι τυχαία ο ίδιος συνέγραψε το σχετικό βιβλίο "Να σηκωθούμε όρθιοι, η επανάσταση της κοινής λογικής"  που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Με την άποψη της ορθολογιστικής λύσης που προσφέρει η φιλοσοφία θα συμφωνήσει και ο εκδότης του Μεταιχμίου Νώντας Παπαγεωργίου: «Στους καιρούς που διανύουμε, όπου η εσωτερική αναζήτηση έχει γίνει εντονότερη από άλλοτε, τα βιβλία αυτά έρχονται να απαντήσουν στα πιο διαχρονικά ερωτήματα της ζωής. Ποιος είμαι; Τι ξέρω; Τι πρέπει να κάνω;». Γι’ αυτό και ο εκδοτικός οίκος έχει ήδη κυκλοφορήσει βιβλία όπως Τι είπε στ’ αλήθεια ο Νίτσε;, Τι είπε στ’ αλήθεια ο Μαρξ, ενώ τώρα αναμένεται και η έκδοση Η περιπέτεια της φιλοσοφίας, η ζωή και η σκέψη των μεγάλων φιλοσόφων.

Ανέκαθεν, άλλωστε, η φιλοσοφία υπήρξε μια ατελείωτη δεξαμενή πληροφοριών και αυτό δεν είναι καθόλου αρνητικό». Στη φιλοσοφία δείχνουν επομένως να καταφεύγουν σήμερα οι άνθρωποι –από τον πιο σπουδαγμένο μέχρι τον απλό εργάτη– όχι μόνο ως καταφύγιο ή ως τρόπο επίλυσης προβλημάτων αλλά ως πραγματική παρηγοριά. Είπαμε, ο Σωκράτης μπορεί να αποδειχθεί ο καλύτερος ψυχογιατρός αλλά και ο καλύτερος φίλος

Τίνα Μανδηλαρά
Φωτογραφία Eos Aurora 

Το είδαμε εδώ

Η καταδίκη της δεισιδαιμονίας από την αρχαία Ελληνική Σκέψη και η αναβίωσή της από τους Ρωμιούς


 Σύμφωνα με αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους τα εξής τρία κοι­νωνικά φαινόμενα, α) η ειδωλολατρία, β) η φυσεοφοβία (πα­γανισμός) και γ) η μαγεία αποτελούσαν μέρη της πνευματικής μάστιγας πού (ονομαζόταν γενικά δεισιδαιμονία. Ειδικά ή δεισιδαιμονία ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους απαίδευτους ανθρώπους ανεξάρτητα κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας, κυρίως στους Ανατολικούς λαούς (Αιγυπτίους, Φοίνικες κ.λπ.). Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.

        Ο Πλούταρχος λέει σχετικά με όσους θεοποιούν από τον φόβο του αγνώ­στου τις δυνάμεις της φύσης: «Όποιος όμως φοβάται τους θεούς φοβάται τα πάντα, τη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό, το σκοτάδι, το φως, τον θόρυβο, τη σιωπή, το όνειρο» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας^. 165Ε).

        Ο Πλούταρχος στο χριστιανικό δίλημμα «Κόλαση ή Παράδεισος», πού κατατρύχει τους ανθρώπους και δίνει στον κλήρο θεϊκή εξουσία μέσω της «άφεσης αμαρτιών», άπαντα (αν και αγνοούσε τον Χριστιανισμό) βάσει των ελλη­νικών λαϊκών παραδόσεων περί μεταθανάτιων τιμωριών: «Γιατί όμως μα­κρηγορούμε; Για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής"1 άλλα όχι και της δεισιδαιμονίας, αφού αυτή περνάει τα σύνορα της ζωής προς το επέκεινα, κάνοντας τον φόβο πιο μακροχρόνιο από τον βίο, συνδέο­ντας με τον θάνατο την αντίληψη περί κακών αθανάτων και θεωρώντας, τη στιγμή πού απαλλάσσεται από τα δεινά, ότι τότε μπαίνει σε βάσανα πού δεν έχουν τελειωμό. Ανοίγουν τότε κάποιες βαθειές πύλες του Άδη και πύρινοι ποταμοί ενώνονται με ρεύματα της Στυγός, και το σκοτάδι γεμίζει από τρο­μακτικές εικόνες φανταστικών μορφών, πού επιτίθενται βγάζοντας φοβερές φωνές, ενώ δικαστές και τιμωροί, χαράδρες και κόλποι βρίθουν μύριων κακών. Με τον τρόπο αυτό η κακοδαίμων δεισιδαιμονία, με την υπερβολική προσπάθεια της ν’ αποφύγη Οτιδήποτε φαίνεται φοβερό, χωρίς να το καταλαβαίνη υποβάλλεται από μόνη της σε κάθε είδους δεινά» (Πλούταρχος, Ηθι­κά, «Περί δεισιδαιμονίας», 166Ρ).

        Σύμφωνα με τον Πλούταρχο δεν υπάρχει «θεός τιμωρός» παρά μόνο μέσα στα μυαλά των δεισιδαιμόνων: «Για τον δεισιδαίμονα όμως κάθε σωματική ασθένεια καθώς και ή απώλεια χρημάτων και οι θάνατοι των παιδιών του και ή κακή του πορεία και αποτυχία στην πολιτική ζωή ονομάζονται πλήγματα από τον θεό, χτυπήματα από τη θεία τύχη. Έτσι δεν τολμάει να επιχείρηση να επανόρθωση το κακά ούτε να το εξάλειψη ή να το αντιμετώπιση, για να μη δώση την εντύπωση ότι αντιδικεί με τον θεό και αντιδρά στην τιμωρία που του επιβάλλεται, αλλά, όταν είναι άρρωστος, διώχνει τον γιατρό, όταν πέν­θη, δεν αφήνει να μπη ο φιλόσοφος πού θα τον συμβουλεύση και θα τον πα­ρηγόρηση. «Άσε με», του λέει, «άνθρωπέ μου, να τιμωρηθώ ο ασεβής, ο κα­ταραμένος, ο μισητός από θεούς και δαίμονες»2 (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί δεισιδαιμονίας», 168C).

Ενάντια στην λαϊκή πίστη, πού θέλει τον θεό τιμωρό, είχε καταφερθή πριν από τον Πλούταρχο ο Πλάτων: «Τα αίτια των συμφορών κάπου αλλού πρέ­πει να αναζητάμε και όχι στο θεό» (Πλάτων, Πολιτεία. 379ο)· «Μάταια οι άνθρωποι κατηγορούν τους θεούς, υποστηρίζοντας ότι από εκείνους προέρ­χονται οι συμφορές τους» (Πλάτων, Αλκιβιάδης Α΄, 142d).

        Κατά της δεισιδαιμονίας έχει γράψει και ο Πρόκλος: «...μήτε να με απο­πλάνηση το γένος δεισιδαιμόνων ανθρώπων από την ιεράν οδόν την φεγγοβόλον, με τους λαμπρούς καρπούς» (Πρόκλος, Ύμνος εις τάς Μούσας).
        Ο Ευριπίδης επίσης έχει δριμύτατα καταφερθή εναντίον της βασκανίας, μιας μορφής δεισιδαιμονίας πού σχετίζεται με την μαγεία: «Είναι καθήκον σου να θεωρής εχθρό τον βάσκανο άνθρωπο /και να ακόλουθης τους σοφούς και όσους έχουν καλή ανατροφή» (Ευριπίδης, Αποσπάσματα).


        Ο Ελληνισμός ενάντιος στην αιγυπτιακή δεισιδαιμονία

        Ο Ελληνισμός ως ζωντανή ιδεολογία ανθρωποκεντρικοί περιεχομένου είδε τους θεούς ανθρωπόμορφους. Γι' αυτό μέσα από τα αλληγορικά μηνύ­ματα των ελληνικών μύθων δόθηκαν στους θεούς ανθρώπινες αδυναμίες με σκοπό την ηθική διδασκαλία των ανθρώπων και την κωδικοποίηση της γνώ­σης καί όχι για την διαπόμπευση των εκφράσεων του θείου. Αυτό επιβεβαι­ώνει ό Πλούταρχος: «Αλλά είναι ανόσιο να αποδίδουμε στους θεούς τα δι­κά μας ανθρώπινα πάθη η να θεωρούμε ότι τα δικά μας πάθη είναι θεϊκά» (Πλούταρχος, Ερωτικός).

Στην αιγυπτιακή θρησκεία ίσχυαν εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες. Σ' αυτήν το επίκεντρο δεν ήταν ο άνθρωπος αλλά ο μονάρχης, ο Φαραώ, που θεωρούνταν γιος του θεού και θεός ο ίδιος. Σ' αυτήν την «ελέω θεού» μο­ναρχία ο Φαραώ ήταν και αρχιερέας, συγκεντρώνοντας κατά αυτόν τον τρό­πο όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του.

        Κατά την προκατακλυσμιαία εποχή ή Αίγυπτος αποτελούσε τμήμα της με­γάλης ελληνικής επικράτειας3. Μετά την καταβύθιση της Αιγηίδας ή χώρα τράβηξε τον δικό της δρόμο στην εξέλιξη της ιστορίας. Από τα «Αργοναυ­τικά» του Ορφέα γνωρίζουμε, ότι την βασική γνώση για τα θεία πράγματα την δίδαξε στην Αίγυπτο ο Ορφεύς. Ό ίδιος το Ομολογεί στους παρακάτω στίχους του: «Επίσης (σου είπα) και όσα ιερά λόγια εξεγένησα (διεκήρυξα) εις την Αίγυπτον, όταν προσήγγισα εις την ιεράν Μέμφιν και τάς ιεράς πό­λεις του "Απιδος, τάς οποίας στεφανώνει (περιβάλλει) ο Νείλος, πού χύνει πολλά νερά» (Ορφεύς, Αργοναυτικά, στ. 42-44)· «αποκαλύπτων εις τους ανθρώπους τα θέσφατα (τους χρησμούς) εις την Αίγυπτον και εις την Λιβύην» (Ορφεύς, Αργοναυτικά, στ. 102-104).

        Η θρησκευτική αντίληψη των Ελλήνων όμως ήταν προϊόν ελεύθερης σκέ­ψης, προσαρμοσμένης φυσικά στις ανάγκες ελεύθερων ανθρώπων. Οι ελεύ­θεροι άνθρωποι, όπως είναι γνωστό, δεν ανέχονται τυράννους. Ή Αίγυπτος όμως δεν αποτελούνταν από ελεύθερους ανθρώπους, άρα έπρεπε να βρεθή) μία λύση στο θρησκευτικό ζήτημα. Η λύση τελικά βρέθηκε. Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί σχετικά: «Άλλοι τέλος διηγούνται, ότι κάποιος από τους φοβερούς και πανούργους εκείνους βασιλείς, καταλαβαίνοντας πώς οι Αιγύπτι­οι έχουν χαλαρό φρόνημα και είναι επιρρεπείς στις μεταβολές και τις επα­ναστάσεις κι ότι, πολυπληθείς καθώς είναι, είναι δύσκολο ν’ αντιμετωπιστούν και να κατασταλούν όταν ομογνωμούν και βρούν από κοινού, εγκατέσπειρε με τις διδαχές τον δεισιδαιμονία, αιώνια αφορμή για ακατάπαυστη διχό­νοια» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος καί Οσίριδος», 380Α). Ή αιγυ­πτιακή θρησκεία ήταν δηλαδή μία δεισιδαιμονική αντίληψη για τους θεούς, γεμάτη φόβους και ανασφάλειες. Καταλυτικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση των πιστών έπαιζαν και οι κτηνόμορφες εικόνες των θεών. Βεβαίως το ιερατείο και οι μυημένοι γνώριζαν, ότι τα ζώα δεν είναι θεοί, αλλά σύμβολα. Αυτό όμως δεν το αποκάλυπταν στον λαό, πού τον ήθελαν ευκολόπιστο και φοβι­σμένο: «Στην Αίγυπτο, όταν κάποιος πλησιάζη] ένα τέμενος, εντυπωσιάζεται από τη λαμπρότητα του, από τους ιερούς του κήπους, την μεγάλη είσοδο και την ομορφιά του, περιτριγυρισμένο καθώς είναι με επιβλητικές σκηνές, κι επίσης από τις γεμάτες δεισιδαιμονία Ιεροτελεστίες, που έχουν χαρακτήρα μυ­στηρίων σαν μπη όμως παραμέσα, στα ενδότερα, βλέπει να προσκυνούν μια γάτα ή ένα πίθηκο ή ένα κροκόδειλο ή σκύλο ή τράγο. Η σκοπιμότητα είναι να νομίση ο μυούμενος, ότι πίσω απ’ αυτά κρύβεται κάποιο σπουδαίο νόη­μα. Και μπορεί μεν οι χριστιανοί να κοροϊδεύουν τους Αιγυπτίους (που στο κάτω κάτω μας εξηγούν, ότι τα ζώα τα λατρεύουν ως σύμβολα αοράτων, αιω­νίων ιδεών και όχι, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος, ως ζώα καθαυτά)...». (Κέλσος, Αληθής Λόγος Γ).

        Οι Έλληνες διαφωνούσαν με την τακτική υπόθαλψης της δεισιδαιμονίας των Αιγυπτίων. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, όπως και ο Ορφεύς, είχε δι­δάξει στους Αιγυπτίους τα ιερά μυστήρια. Προσπαθώντας να τους συνεφέρη από την δεισιδαιμονία τους δίδασκε την ορθή φύση των θεών: «Ο Ξενοφά­νης λοιπόν ό Κολοφώνιος έθεσε ως αρχή στους Αιγυπτίους, αν τους θεω­ρούσαν θεούς, να μην τους θρηνούν και, αν πάλι τους θρηνούν, να μην τους πιστεύουν για θεούς...» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 379Β).

        Όταν ο Ηρόδοτος4 «μπέρδεψε» τα πράγματα ανάμεσα στην ελληνική αντί­ληψη περί θείου και στο αιγυπτιακό πάνθεο, ισχυριζόμενος αστήρικτα ότι οι Αιγύπτιοι δίδαξαν τα μυστήρια και την λατρεία των θεών στους Έλληνες, πήρε την παρακάτω ώργισμένη απάντηση από τον αρχιερέα των Δελφών και φιλόσοφο Πλούταρχο: «Λέει, πώς οι Έλληνες έμαθαν από τους Αιγυπτίους τις πομπές και τις πανηγύρεις και τη λατρεία των δώδεκα θεών το όνομα μάλιστα τον Διονύσου, λέει, έμαθε από του Αιγυπτίους ο Μελάμπους, ο όποιος δίδαξε και τους άλλους Έλληνες. Τα μυστήρια επίσης και τις τελετές της Δήμητρας, λέει, μετέφεραν από την Αίγυπτο οι θυγατέρες του Δαναού. Υποστηρίζει, πώς οι Αιγύπτιοι στηθοκοπιούνται και πενθούν, άλλα δεν θέ­λει να αναφέρη προς τιμήν τίνος θεόν, διότι προσέχει τα λόγια του στα Ιερά ζητήματα. Για τον Ηρακλή όμως και για τον Διόνυσο, τους οποίους τιμούν οι Αιγύπτιοι, λέει ότι τους τιμούν ως ανθρώπους πού γέρασαν, χωρίς να δείχνη πουθενά την ίδια ευσέβεια. Υποστηρίζει παρά ταύτα, ότι ο Αιγύπτιος Ηρακλής ανήκει στους δεύτερους θεούς και ο Διόνυσος στους τρίτους, υπό την έννοια ότι κάποτε άρχισαν να υπάρχουν και ότι δεν είναι αιώνιοι. Λέει όμως, πώς εκείνοι είναι θεοί, ενώ σε τούτους πρέπει να προσφέρουμε κα­θαρμούς, θεωρώντας τους θνητούς ήρωες, και όχι να τους προσφέρουμε θυ­σίες θεωρώντας τους θεούς. Τα ίδια λέει και για τον Πάνα, ανατρέποντας με τις αλαζονικές μυθολογίες των Αίγυπτίων τα πιο σεβαστά και αγνά στοιχεία των Ελληνικών ιερών» (Πλούταρχος, Περί της Ηροδότου κακοηθείας, 857C).

        Ο Πλούταρχος υποστήριζε, όπως και ο Ορφεύς, ότι οι Έλληνες ήταν εκείνοι που δίδαξαν την λατρεία των θεών στους Αιγυπτίους: «...χρησιμοποιούν το όνομα Ίσις από το ίεσθαι (προχωρώ ορμητικά με γνώση και κινούμαι), διότι είναι κίνηση που διαθέτει ψυχή και φρόνηση. Στην πραγμα­τικότητα το όνομα τούτο δεν είναι βαρβαρικό, αλλά, όπως για όλους τους θεούς, υπάρχει όνομα κοινό, που προέρχεται από το θεατός και το θέων (αυτός πού τρέχει), έτσι και τη θεά τούτη από την ακριβή γνώση και συνάμα την κί­νηση Ίσιδα εμείς, Ίσιδα και οι Αιγύπτιοι αποκαλούν. (...) Ο Όσιρις πάλι έχει όνομα σύνθετο από τα όσιος και ιερός, διότι είναι κοινός λόγος ανάμε­σα στα πράγματα τον ουρανού και τον Άδη... (...) Δεν πρέπει όμως να άπορη κανείς με τον εξελληνισμό των ονομάτων, διότι βέβαια και πολλά αλλά, που έφυγαν μαζί με τους ξενιτεμένους Έλληνες, συνεχίζουν και υπάρχουν μέχρι και σήμερα απόδημα σε άλλους λαούς... (...) ...διότι θεωρώ, πώς το πρώτο (Σάραπις) είναι ξενικό, ενώ το δεύτερο (Όσιρις) ελληνικό...» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Όσίριδος», 375C και D).

        Είναι ξεκάθαρο, ότι Ο Ελληνισμός δεν αποδέχεται την ειδωλολατρία, την φυσεοφοβία (παγανισμό) και την θεοποίηση των ζώων. Όλα αυτά θεω­ρούνταν στοιχεία δεισιδαιμονίας και αποτελούσαν ξένο σώμα στην Ελλη­νική Κοσμοθεωρία.


        Η «Ελληνική Νομαρχία» για τη ρωμαίικη δεισιδαιμονία

        Πολλοί υποστηρίζουν, ότι ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 έγινε «για της πατρίδος την ελευθερία και του Χριστού την πίστη την αγία». Αυτό δεν είναι σωστό. Διότι την ελευθερία της Ελλάδας δεν την ήθελε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως5. Άλλα οι κύκλοι μορφωμένων Ελλήνων του εξωτε­ρικού, αφού έμαθαν τους αρχαίους συγγραφείς και αφού ένιωσαν Έλληνες (και όχι Ρωμιοί), στη συνέχεια ξεκίνησαν την ιδεολογική προετοιμασία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Έτσι και μετά από πολλές περιπέτειες το έτος 1806 στην Ιταλία κυκλοφόρησε ένα επαναστατικό κείμενο, που έμελλε να γίνη ή ιδεολογική διακήρυξη της ελληνικής εξέγερσης. Το έργο αυτό τιτλοφορήθηκε «Ελληνική Νομαρχία», και ο συγγραφέας του παραμένει άγνωστος μέχρι και σήμερα, εφ’ όσον επέλεξε την οδό της ανωνυμίας. Είναι ο διάσημος - άση­μος «Ανώνυμος ο Έλλην». Η «Ελληνική Νομαρχία» θεωρείται ως η μόνη πρωτότυπη πραγματεία ελληνικής πολιτικής αγωγής πού συντάχτηκε τα νε­ώτερα χρόνια. Ουσιαστικά όμως είναι ή ιδεολογία του Ελληνισμού προ­σαρμοσμένη στις επικρατούσες συνθήκες των άρχων του 19ου αιώνα.

        Ο Ανώνυμος ήταν άνθρωπος πού είχε μελετήσει Ηρόδοτο, Πλάτωνα, Θου­κυδίδη, Ξενοφώντα και Πλούταρχο, όπως προκύπτει από την ανάγνωση της «Νομαρχίας». Ό ίδιος όμως επιλέγει να δώση το βαθύτερο ιδεολογικό του στίγμα μνημονεύοντας ιδιαίτερα τον Πλούταρχος στο κείμενο του. Οραματιζόμενος λοιπόν τη νέα Ελλάδα την αισθάνθηκε απαλλαγμένη από τα δε­σμά της δεισιδαιμονίας. Ό καυστικός του λόγος παρατίθεται δίχως σχόλια διότι περιττεύουν. Αρκεί να καταλάβη o αναγνώστης την διαχρονική διά­σταση της αναγκαιότητας του μηνύματος του Ελληνισμού, αλλά και τα δεινά πού προξενεί ή δεισιδαιμονία στους ανθρώπους.

            «Ἐσεῖς, ὦ ἀθάνατοι ψυχαί τῶν ἐλευθέρων προγόνων μου, ἐνδυναμώσατε τώρα τόν ζῆλόν μου μέ τά ἡρωικά σας ἐντάλματα, διά νά ἐκφράσω καθώς πρέπει τά τῆς Ἐλευθερίας κάλλη εἰς τούς ἀπογόνους σας. Καί σύ, ἱερά Πατρίς, ἐγκαρδίωσον καί στερέωσον τήν πρός σέ ἀγάπην μου μέ τήν ἐνθύμησιν τῶν παλαιῶν μεγαλουργη­μάτων σου, διά νά παραστήσω μέ σαφήνειαν εἰς τά τέκνα σου τάς φοβεράς χρείας σου καί νά ἐνθουσιάσω τάς ἑλληνικάς των καρδίας μέ τόν θεῖον σου ἔρωτα(7).» Αὗται αἱ τυραννίαι, ὦ Ἕλληνες, εἶναι συνθεμέναι ἀπό θεοκρατίαν καί ὀλιγαρχίαν»(94). «Ἡ δέ θεοκρατία εἶναι ὁ κλῆρος: (α) Οἱ ἱερεῖς, ἀγαπητοί μου, φυλάτ-τοντες ἕνα σκοπόν, καθόλου διάφορον ἀπό τούς λοιπούς συμπολίτας, πάντοτε ἐπροσπάθησαν μέ τό μέσον τῆς θεότητας νά καταδυναστεύσουν τούς συμπολίτας των, καθώς μέχρι τῆς σήμερον μέ τήν ἀμάθειαν καί κακομάθησιν ἐπέτυχαν τοῦ σκοποῦ των. Αὐτοί, καλύπτοντες μέ τίτλον ἁγιότητας τά πλέον φανερά ψεύματα, ἐγέμισαν τούς ἀδυνάτους νόας τοῦ λαοῦ ἀπό μίαν τοσαύτην δεισιδαιμονίαν, ὥστε, ἀντί νά ὀνομάσουν ψεῦμα τό ἀδύνατον, τό ὀνομάζουν ἅγιον...»(95). «Ἀπό τότε λοιπόν ἕως εἰς τούς 364 χρόνους μετά Χριστόν, ὅπου διεμοιράσθη τό Ρωμαϊκόν βασίλειον εἰς Ἀνατολικόν καί Δυτικόν, οἵ Ἕλληνες ὑπέκειντο εἰς φοβεράν τυραννίαν καί ἐπαθαν ἀνήκουστα βάσανα καί ταλαιπωρίας ἀπό τούς δια­φόρους σκληρότατους ἰμπεράτωρας, ὅπου ἡ Ρώμη τούς ἔπεμπεν. Δέν ἐδύναντο νά ἐλευθερωθῶσι ἀπό τοιοῦτον ζυγόν (ἀγκαλά καί τά ἤθη των νά μήν ἦσαν παντάπασιν διεφθαρμένα καί νά ὑπέκειντο εἰς ξένην ἀρχήν), ἐπειδή ἡ ἐπικράτεια ἦτον μεγαλωτάτη καί δέν ὑπέφερον ὅλοι ἐξ ἴσου τάς δυστυχίας καί ἐξακολούθως δέν ἠμπορούσαν νά ἑνωθοῦν ὅλοι μαζί, διά νά ἐξολοθρεύσουν τούς τυράννους των (α). Ἀπό τότε λοιπόν ὁπού ἐστερεώθη ὁ χριστιανισμός ἕως εἰς τούς 1453, ἀντί νά αὐξήσουν τά μέσα τῆς ἐλευθερώσεως των, φεῦ! ἐσμικρύνοντο. Ἡ δεισιδαιμονία και ο ψευδής τε καί μάταιος ζῆλος τῶν ἱερέων καί πατριαρχῶν κατεκυρίευσε τάς ψυχάς τῶν βασιλέων, οἱ ὁποῖοι, ἀντί νά ἐπεμελοῦντο εἰς τό νά διοικῶσι τόν λαόν καθώς ἔπρεπε, ἄλλο δέν ἐστοχάζοντο παρά νά φιλονικῶσι καί νά κτίζωσιν ἐκκλη­σίας. Τότε εἰς τήν Ἑλλάδα ἐφάνησαν τρεῖς κυριότητες: ἡ Τυραννία, τό Ἱερατεῖον καί ἡ Εὐγένεια, αἱ ὁποῖαι διά ἕνδεκα αἰῶνας σχεδόν κατέφθειραν τούς Ἕλληνας καί κατερήμωσαν τήν Ἑλλάδα. Ἡ ματαιότης τῶν πατριαρχῶν καί παπῶν ἐπροξένησε τό σχῖσμα ἀναμέσον ἡμῶν καί τῶν λατίνων. Καί ἡ δεισιδαιμονία ἥνωσεν εἰς αὐτό ἕν μῖσος φοβερόν μέχρι τῆς σήμερον.

»Ἀφοῦ, λέγω, τό Ἱερατεῖον ἠθέλησε νά ἑνωση τά ἐκκλησιαστικά ἐντάλματα μέ τούς πολιτικούς νόμους, διά νά τιμᾶται ἐν ταυτῷ καί νά ὁρίζῃ χωρίς δυσκολίαν, ἐκατάλαβεν ὅτι ἀναγκαῖον ἦτον πρότερον νά τυφλώσῃ τόν λαόν μέ τήν ἀμάθειαν, διά νά στερέωσῃ καλλιότερα τόν σκοπόν του. Καί ὄντως ἐπροσπάθησε νά ἐσβήσῃ κάθε σπουδήν εἰς τήν Ἑλλάδα καί ὑπερασπίσθη τήν ἀμάθειαν. Αἱ ἐπιστῆμαι, ὁπού πρότερον ἤνθιζον, ἄρχισαν νά μαρανθῶσι, τά σχολεῖα ἐσφαλίσθησαν, οἱ διδάσκαλοι ἐμωράνθησαν καί ἡ ἀλήθεια μέ τήν φιλοσοφίαν ἐξωρίσθησαν. Ἄλλο βιβλίον δέν εὑρίσκετο εἰμή τά πονήματα τῶν ἱερέων. Κάθε φιλόλογος ἄλλο δέν ἡμπο­ροῦσε νά ἀναγνώσῃ εἰμή τά θαύματα καί τούς βίους τῶν ἁγίων. Καί οἱ ταλαίπω­ροι Ἕλληνες, ἀγκαλά καί φιλελεύθεροι, ὑστερημένοι ὅμως ἀπό τό φῶς τῆς φιλο­σοφίας, ἔγιναν σχεδόν δοῦλοι κατά συνήθειαν, μεμεθυσμένοι δέ ἀπό τήν ἀμάθειαν καί δεισιδαιμονίαν ὑπήκουον καί ἐφοβοῦντο τούς τυράννους των, χωρίς νά ἠξεύρουν τό διατί. Ἕνας ἀφορισμός τοῦ ἀρχιερέως ἐτρόμαζεν τόσα μιλλιούνια ἀνθρώπων. Ὦ δεισιδαιμονία, πόσον φοβερά εἶσαι ἀνάμεσα εἰς τά ἀνθρώπινα πά­θη καί πόσον οὐτιδανώνεις τήν ἀνθρωπότητα, ὅταν κυριεύσῃς τάς ψυχάς τῶν ἁπλῶν καί ἀμαθῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι τόσον ἀπομωρώνονται, ὅπου τρέμουσιν εἰς τήν ψευδή λαλιάν σου, καθώς τά βρέφη φοβοῦνται ἕνα ὄφιν ξύλινον ἤ ἕνα χαλκοῦν λέ­οντα. Εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ἀδελφοί μου, εὑρίσκετο ἡ Ἑλλάς, ὅταν προ 453 χρό­νων ἀπό τήν σήμερον ἡ αὐτή δεισιδαιμονία καί ἡ ἀμάθεια εἶχεν ἀναβιβάσει εἰς ὑψηλόν θρόνον ἕνα ἀχρεῖον αἰθίοπα, ὁ ὁποῖος ὥρμησε μέ τά ἅρματα του ψεύδους καί τῆς πλάνης καί ἐκυρίευσε σχεδόν τό τέταρτον τῆς γῆς» (105 έως 108).

        Ο Ανώνυμος επίσης καταγγέλλει ως ανθελληνική και εναντίον των συμφερόντων του Γένους την ταύτιση Εκκλησίας και Κράτους. "Ο ίδιος υπο­στηρίζει, ότι εξαιτίας αυτής της σχέσης έχουν προκληθή στους Έλληνες με­γάλα δεινά. Και το κείμενο αυτό γράφτηκε 194 έτη πριν από τις ημέρες μας, πού ή ανάμιξη της Εκκλησίας στην πολιτική εξουσία και διοίκηση διεκδι­κείται χωρίς δισταγμό αλλά και τα φαινόμενα της δεισιδαιμονίας συντη­ρούνται «καλύπτοντας με τίτλον αγιότητας τα πλέον φανερά -ψεύματα», όπως γράφει, και εν ονόματι του θεού. Γράφτηκε από έναν Έλληνα πατριώτη και επαναστάτη, πού έβλεπε την πατρίδα του υπόδουλη και τον Κλήρο στην πλει­οψηφία του να συνεργάζεται και να εύλογη τον κατακτητή. Όπως και να το κάνουμε, η «Ελληνική Νομαρχία» είναι άδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο, αν και λίαν ενοχλητικό για κάποιους. Πάντως με αυτά τα ιδεώδη του Ελληνι­σμού ζυμώθηκε ιδεολογικά και προετοιμάστηκε ή εξέγερση εναντίον των Τούρκων.

Το κεντρικό συμπέρασμα πάντως είναι, ότι ο Ελληνισμός είναι ασυμβίβα­στος με τη δεισιδαιμονία. Και τότε αλλά και τώρα! Και όσοι επιμένουν στην αναβίωση της δεισιδαιμονίας, δεν μετέχουν στην Ελληνική Παιδεία.

Στέφανος Μυτιληναίος
  
Υποσημειώσεις

1.  Δημοσθένη ς, «Περί στεφάνου » 97.
2. Το λεκτικό παραπέμπει στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή (στ. 1340).
3. Βλ. Ν.Σ. Ασπιώτη, «Οι Έλληνες θεοί της προκατακλυσμιαίας Αιγύπτου», στον «Δ», τεύχη 214 και 224-225.
4. Βλ. «Η αναξιοπιστία του Ηροδότου», «Δ», τ. 224-225.
5. Βλ. τα κείμενα των αφορισμών της Επαναστάσεως τον 1821 από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ στον «Δαυλό», τ. 207 (Μάρτιος 1999) και 219 (Μάρτιος 2000).

Το είδαμε εδώ

Bertrand Arthur William Russell: Η φιλοσοφική ανάλυση της ευτυχίας


Ο Μπέρτραντ Ράσσελ μάς έχει προσφέρει την πιο εμπεριστατωμένη πιθανότατα φιλοσοφική ανάλυση της έννοιας της ευτυχίας στο έργο του Η Κατάκτηση της Ευτυχίας. Μελετά την έννοια όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο ορισμών και περιεχομένου αλλά και σε επίπεδο καθημερινής πρακτικής, διεισδύοντας στην ανθρώπινη κατάσταση σε εξαιρετική λεπτομέρεια και με θαυμαστή οξυδέρκεια. 

Κατ’ αρχάς δηλώνει πως, σε αντίθεση με όσα μπορεί να πιστεύουν οι απαισιόδοξοι αυτού του κόσμου, η λογική δεν αποκλείει την ευτυχία, άρα πρόκειται για κατάσταση άξια να την επιδιώξει κανείς με πάθος και χωρίς τον φόβο της ματαιότητας των προσπαθειών του.

Ο Ράσσελ τονίζει ότι υπάρχουν κάποιες βασικές προϋποθέσεις της ευτυχίας που εάν λείψουν μόνο ο εξαιρετικός άνθρωπος μπορεί να εξακολουθήσει να επιδιώκει την ευτυχία του. Τροφή και στέγη, υγεία, έρωτας, εργασία που αποδίδει και η εκτίμηση των σημαντικών άλλων, για κάποιους και η απόκτηση παιδιών, είναι τα θεμέλια μιας ευτυχισμένης ζωής και φυσιολογικά αρκούν για την εκτίμησή της ως τέτοιας.

Ως βάση του οικοδομήματος της ευτυχίας ορίζει την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, την καλλιέργεια και την ολοκληρωμένη ικανοποίηση των κλίσεων του. Αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την άσκηση των ικανοτήτων του ατόμου και την επιλογή των κατάλληλων δραστηριοτήτων που θα απομακρύνουν και θα καταπολεμήσουν την πλήξη και την ανία. Η εργασία αποτελεί τον κατεξοχήν τομέα της οροθέτησης και επίτευξης στόχων για τον άνθρωπο, το πεδίο όπου μπορεί κανείς να αποδείξει τη συνέπεια που τον διακρίνει στις επιδιώξεις του.

Παράλληλα, η εργασία καθιστά την ανάπαυλα, τον ελεύθερο χρόνο, αξία που εκτιμάται περισσότερο και την απολαμβάνει κανείς με περισσότερη όρεξη και κέφι. Κοινό στοιχείο και στις δύο δραστηριότητες, απαραίτητο για την ικανοποίηση των βαθύτερων αναγκών του ανθρώπου, αποτελεί η δημιουργικότητα, αφού χωρίς αυτήν χάνεται το νόημα της καταβολής κόπου και χρόνου από το άτομο.

Ο έρωτας είναι, κατά τον Ράσσελ, πηγή χαράς και η απουσία του πηγή οδύνης. Κάνει πιο έντονες τις λεπτές απολαύσεις της ζωής και «σπάει το σκληρό κέλυφος του εγώ», με αποτέλεσμα τη συνεργασία και το μοίρασμα, κυρίαρχο στοιχείο ‘επιτυχημένων’ ανθρώπινων σχέσεων. Προϋπόθεση των τελευταίων είναι πάντα η γνησιότητα, η αυθεντικότητα, καθώς και η αυτοεκτίμηση που αντανακλάται στη σχέση. Για να εξασφαλίσει κανείς την ευτυχία των άλλων αλλά και του εαυτού του μέσα σε μια σχέση θα πρέπει να τους αντιμετωπίζει με γενναιοφροσύνη και εγκαρδιότητα και να φροντίζει για τις κοινωνικές του συναναστροφές να επιλέγει άτομα με τα οποία τον συνδέουν κοινά ενδιαφέροντα και συναντά από την πλευρά τους μια έστω ελάχιστη συμφωνία και αποδοχή των απόψεών του.

Τα ενδιαφέροντα αυτά, που αποτελούν εκδήλωση της ανάγκης του ανθρώπου για δημιουργία, απαιτούν το ενδιαφέρον και την προσήλωσή μας, αφού μόνο 
έτσι θα μετατραπούν σε πραγματικές εμπειρίες, διαφορετικά μας είναι περιττά. 
«Όσο περισσότερα είναι τα ενδιαφέροντα ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερες δυνατότητες ευτυχίας έχει», πιστεύει ο Ράσσελ «και τόσο λιγότερο βρίσκεται στο έλεος της μοίρας» αφού μπροστά του ανοίγεται πλήθος επιλογών (Ράσσελ, ό.π., σελ. 120).

Καμία δραστηριότητα, όμως, δεν μπορεί να εξασφαλίσει την ευτυχία εάν ο άνθρωπος δεν διαβιεί σε κατάσταση ηρεμίας και δεν είναι σε θέση να ελέγχει τις αρνητικές του σκέψεις. Ούτως ή άλλως, το πέρασμα του χρόνου απαλύνει τις στεναχώριες και από ένα σημείο και ύστερα δεν βασανίζουν πια τον άνθρωπο. Επιπλέον, η συνειδητοποίηση της θέσης του εγώ στο ευρύτερο συμπαντικό πλαίσιο και η συγκέντρωση των σκέψεων σε κάτι υπερβατό μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ανακάλυψη των πραγματικών διαστάσεων των καθημερινών δυσκολιών του, αρκεί να υπερπηδήσει εμπόδια που ο ίδιος θέτει στην ευτυχία του, όπως είναι ο φθόνος για τις επιτυχίες και τις καλοτυχίες των συνανθρώπων του.

Η ευτυχία μοιάζει να λαμβάνει δύο μορφές σε όποιο πλαίσιο και αν τη μελετάμε. Και οι δυο μορφές της συντηρούν ένα δίπολο αντιθετικό. Υπάρχει, εν προκειμένω, η πραγματική και η φανταστική ευτυχία, όπως υπάρχει η ζωώδης και η πνευματική. Η πνευματικότητα που πηγάζει από τη μόρφωση δεν αποτελεί προϋπόθεση της ευτυχίας ούτε επηρεάζει την ένταση ή τη διάρκειά της. Απλώς καθορίζει τις δραστηριότητες μέσω των οποίων οδηγείται κανείς στην απόλαυση και τις διαφοροποιεί από τις μη πνευματικές δραστηριότητες.

Ο άνθρωπος, βέβαια, όπως πιστεύει ο Ράσσελ, δεν θα μπορέσει να βιώσει την ευτυχία αν δεν διακατέχεται από το αίσθημα του μέτρου σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Θα πρέπει να μην υπερτιμά τις δυνάμεις του και να είναι πρόθυμος να στερηθεί κάποια από τα πράγματα που επιθυμεί. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα πρέπει να εκπαιδευτεί στο να υπομένει την πλήξη που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να μάθει να εκτιμά την ευτυχία του.

Η ουσία της ανθρώπινης ευτυχίας είναι κατά βάση απλή, όμως οι κοινωνικές επιταγές διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο που εμποδίζει την κατάκτησή της.

«Ο πολιτισμός έχει ξεστρατίσει», πιστεύει ο Ράσσελ, και ασπάζεται τη φροϋδική θεώρηση του πολιτισμού ως ‘πηγής δυστυχίας’. Η ‘πολιτισμένη’ κοινωνία επιβάλλει περιορισμούς στην ανθρώπινη ελευθερία και τις παρορμήσεις, με αποτέλεσμα να οδηγείται το άτομο στην κόπωση και την πλήξη, από την υποταγή στον καταναγκασμό της εργασίας και τη δυσκολία αυθόρμητης εκδήλωσης των συναισθημάτων του. Ο κοινωνικός περίγυρος αποτελεί έναν αυστηρό κριτή των πράξεων ή των παραλείψεων μας, οι οποίες, αν δεν εμπίπτουν στον επικρατούντα κώδικα συμπεριφοράς, οδηγούν το άτομο στην απομόνωση και του στερούν την κοινωνική αποδοχή και καταξίωση την οποία επιδιώκει.

Η ευτυχία, επομένως, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, σπάνια την απολαμβάνει κανείς χωρίς κόπο και προσπάθεια. Ο Ράσσελ χρησιμοποιεί τον όρο ‘κατάκτηση’, καθώς χρειάζεται να συντονίσει κανείς τις προσπάθειές του προς την κατεύθυνση της αποφυγής της δυστυχίας που πιθανότατα θα συναντήσει στην πορεία του. Αρκεί να είναι υγιής, να έχει εξασφαλίσει την επιβίωσή του και να έχει απλά γούστα, να μην έχει δηλαδή παράλογες απαιτήσεις από τη ζωή. Αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη του το μυστικό της ευτυχίας, ο Ράσσελ υπογραμμίζει δύο παραμέτρους: το εύρος των ενδιαφερόντων και την όσο το δυνατόν θετικότερη και φιλικότερη αντιμετώπιση πραγμάτων και προσώπων, για να καταλήξει:

Ευτυχισμένος είναι εκείνος που δεν υποφέρει από καμιά από τις ελλείψεις ενότητας, που η προσωπικότητά του δεν είναι διχασμένη ούτε βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κόσμο. Ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει πως είναι πολίτης του κόσμου και απολαμβάνει ελεύθερα το θέαμα που του προσφέρει και τις χαρές που του παρέχει, χωρίς να τον ταράζει η σκέψη του θανάτου, γιατί νιώθει πως πραγματικά δεν είναι κάτι το χωριστό από αυτούς που θα ‘ρθουν ύστερα από αυτόν. Και ακριβώς μέσα σ’ αυτή τη βαθιά και ενστικτώδη ένωση με το ρεύμα της ζωής θα βρούμε τις πιο μεγάλες χαρές.

Το είδαμε εδώ

Θεωρίες και φιλοσοφικά ερωτήματα γύρω από την ύπαρξη του Θεού


Υπάρχει Θεός; Ένα ερώτημα, που αργά ή γρήγορα απασχολεί κάθε άνθρωπο. Πολιτισμένο, απολίτιστο, πρωτόγονο, μορφωμένο ή αμόρφωτο. Ένα ερώτημα, που σίγουρα έχει μία μόνο σωστή απάντηση.

Ενδιαφέρουσες θεωρίες που προκάλεσαν αντιδράσεις και προβληματισμό

Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε ήταν σημαντικός γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος.

Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στην θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, την φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση προς την χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.

Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν το «θάνατο του Θεού» (με τη φράση που του αποδίδεται «Ο Θεός είναι νεκρός), την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και την θεωρία της ηθικής κυρίων-δούλων.

Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους, ενώ η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.

Στη διάρκεια των χρόνων πολλοί εξέφρασαν φιλοσοφικά ερωτήματα και επιχειρήματα γύρω από την ύπαρξη ή μη του Θεού.

Για να είμαστε ακριβείς, όπως σημειώνει ο George Dvorsky στο io9.com πρόκειται για «φιλοσοφικά επιχειρήματα, που δε βασίζονται ούτε σε θρησκευτικά κείμενα, ούτε σε κάποια επιστημονική παρατήρηση ή γεγονός».

Πολλά από αυτά χρονολογούνται πολλές χιλιάδες χρόνια πριν και για ορισμένους αποτελούν πολύ ενδιαφέρουσες διανοητικές ασκήσεις, αποδομώντας όσα ξέρουμε για το Σύμπαν και τη θέση μας μέσα σε αυτό και όσα νομίζουμε ότι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε.

Άλλα αποτελούν απλά προσπάθειες να συμβιβαστούν τα ερωτήματα που μαστίζουν πολλούς επιστήμονες και φιλοσόφους.

Όπως και να ’χει, είτε τα αποδέχεται κανείς ή όχι, το μόνο σίγουρο είναι ότι προσφέρουν… τροφή για σκέψη!

1. Η ίδια η έννοια του τέλειου «όντος» σημαίνει ότι ο Θεός θα πρέπει να υπάρχει

Πρόκειται για το κλασικό, οντολογικό a priori επιχείρημα. Αρθρώθηκε για πρώτη φορά το 1070 από τον St. Anselm, ο οποίος υποστήριξε ότι αφού υπάρχει μια αντίληψη για ένα «τέλειο ον» -το οποίο ο ίδιος προσδιόρισε ως «αυτό από το οποίο τίποτε μεγαλύτερο δε μπορεί να συλληφθεί»- τότε αυτό θα πρέπει να υπάρχει.

Ο Άνσελμος, Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι, θεωρείται πατέρας του σχολαστικισμού και επινοητής του οντολογικού επιχειρήματος για την ύπαρξη του Θεού, σημειώνει η Wikipedia.

Στο δοκίμιό του «Proslogion» ο Άνσελμος θεωρεί το Θεό ως ένα ον που κατέχει την τελειότητα: «Αν όμως αυτό το ον υπήρχε μόνο ως ιδέα στο μυαλό μας, τότε δεν θα ήταν λιγότερο τέλειο, απ’ ό,τι αν υπήρχε στην πραγματικότητα. Άρα, δε θα ήταν τόσο τέλειο, όσο αν υπήρχε στην πραγματικότητα, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που ορίζουμε ως Θεό –δηλαδή, ένα ον που υποτίθεται ότι είναι Τέλειο. Επομένως, ο Θεός πρέπει να υπάρχει».

Σήμερα, αυτό το είδος των a priori επιχειρημάτων (δηλαδή, της καθαρής αφαίρεσης) είναι κατάφωρα περιορισμένα, συχνά ταυτολογίες, και αδυνατούν παντελώς να λάβουν υπόψη τους εμπειρικά στοιχεία.

2. «Κάτι» πρέπει να προκάλεσε την ύπαρξη του Σύμπαντος

Οι φιλόσοφοι το αποκαλούν ως «το επιχείρημα της πρώτης αιτίας» (First-Cause Argument), ή αλλιώς ως «κοσμολογικό επιχείρημα». Στους πρωτεργάτες αυτής της συλλογιστικής περιλαμβάνονται ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Αγ. Θωμάς Ακινάτης.

Βασίζεται στην υπόθεση ότι κάθε γεγονός πρέπει να έχει μια αιτία, και αυτή η αιτία με τη σειρά της πρέπει να έχει κι εκείνη μια άλλη αιτία που την προκαλεί κ.ο.κ.

Υποθέτοντας ότι δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την… παλινδρόμηση αιτιών, η διαδοχή των γεγονότων θα είναι άπειρη. Όμως μια άπειρη σειρά από αιτίες και γεγονότα δεν βγάζει νόημα. Πρέπει να υπάρχει «κάτι», κάποιο είδος «πρώτης αιτίας» η οποία είναι δεν προκαλείται από κάποια άλλη.

Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου ανώτερου όντος, που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «Θεό».

Οι κοσμολόγοι εξακολουθούν να προσπαθούν να κατανοήσουν την πραγματική φύση του χρόνου και «τι» προκάλεσε τη Μεγάλη Έκρηξη.

3. Πρέπει να υπάρχει «κάτι» πέρα από το «τίποτα»

Το «κοσμολογικό επιχείρημα του απρόβλεπτου» (Cosmological Argument from Contingency) διαφέρει ελαφρά από το επιχείρημα της «πρώτης αιτίας».

Ο γερμανός φιλόσοφος Gottfried Leibniz είχε γράψει το εξής: «Γιατί να υπάρχει κάτι και όχι το τίποτα; Η απάντηση βρίσκεται σε μια ουσία… η οποία είναι ένα απαραίτητο ον που φέρει το λόγο ύπαρξής του μέσα στην ίδια την ουσία». 

Επειδή είναι αδύνατο να υπάρχουν μόνο ενδεχόμενα/απρόβλεπτα όντα, έλεγε, πρέπει να υπάρχει ένα απαραίτητο ον, αυτό που αποκαλούμε «Θεό».

Στο δοκίμιό του «Monadology» έγραφε: «κανένα γεγονός δε μπορεί να είναι αληθινό ή υπαρκτό και καμία δήλωση αληθινή, χωρίς να υπάρχει ένας ικανός λόγος ύπαρξής του, και όχι το αντίθετο».

Πιο πρόσφατα, ο φιλόσοφος Richard Swinburne, υποστήριξε: «Υπάρχει η πιθανότητα ότι, αν υπάρχει Θεός, εκείνος θα κάνει κάτι για το πεπερασμένο και την πολυπλοκότητα του Σύμπαντος. Είναι πολύ απίθανο ένα σύμπαν να υπάρχει χωρίς αιτία, αλλά μάλλον είναι πιο πιθανό ο Θεός να υπάρχει αναίτια. Η ύπαρξη του Σύμπαντος, μπορεί να γίνει κατανοητή αν υποθέσουμε ότι δημιουργήθηκε από κάποιο Θεό».

4. «Κάτι» πρέπει να σχεδίασε το Σύμπαν

Το επιχείρημα του «σχεδιασμού» (The Design Argument), ή αλλιώς το τελεολογικό επιχείρημα, υποστηρίζει ότι ζούμε σε ένα σύμπαν που πρέπει να έχει σχεδιαστεί.

Το σύμπαν, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, παρουσιάζει τέτοια ευταξία και (προφανή) σκοπό: για παράδειγμα κάθε τι μέσα στο σύμπαν υπακούει τους νόμους της Φυσικής και πολλά πράγματα μέσα σε αυτό συσχετίζονται μεταξύ τους με ένα τρόπο που μοιάζει σκόπιμος.

Όπως είχε πει ο William Paley «όπως ακριβώς η ύπαρξη ενός ρολογιού υποδεικνύει την παρουσία ενός ευφυούς νου, έτσι και η ύπαρξη του σύμπαντος και των διαφόρων φαινομένων που το “συνοδεύουν”, υποδεικνύουν την παρουσία ενός “όντος” με ανώτερη νοημοσύνη, δηλαδή το Θεό».

5. Η συνείδηση αποδεικνύει ότι υπάρχουν άυλες οντότητες

Ακόμη δεν υπάρχει κάποια θεωρία για τη συνείδηση, κάτι που οδήγησε στον περιβόητο όρο «το δύσκολο πρόβλημα» (Hard Problem).

Πράγματι, η υποκειμενική γνώση (qualia) έρχεται σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο ερχόμαστε σε επαφή στο κατά τ’ άλλα υλικό μας σύμπαν.

Το παράξενο της συνείδησης και η αδυναμία μας να την κατανοήσουμε, αποτέλεσε την αφορμή για την έννοια της ουσίας του δυϊσμού, επίσης γνωστή ως «καρτεσιανός δυϊσμός» (Cartesian dualism), η οποία περιγράφει δύο θεμελιώδεις έννοιες: το νοητικό και το υλικό.

Οι οπαδοί της θεωρίας αυτής υποστηρίζουν ότι τα υλικά από μόνα τους δεν είναι σε θέση να παράγουν «qualia» - την ικανότητα ενός ατόμου να έχει εσωτερικές σκέψεις, υποκειμενική συνείδηση και συναισθήματα.

Οι θεϊστές έχουν χρησιμοποιήσει την ουσία του δυϊσμου, προκειμένου να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους για το ανεξάρτητο «βασίλειο» της ύπαρξης του Θεού, που είναι διακριτό από το φυσικό κόσμο.

6. Οι εξωγήινοι είναι οι θεοί μας

Μπορεί να μην έχουμε έρθει ακόμη σε επαφή με την εξωγήινη νοημοσύνη, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει.

Μια πιθανή λύση στο παράδοξο του Φέρμι (Fermi Paradox) είναι η έννοια της κατευθυνόμενης πανσπερμίας –η ιδέα ότι οι εξωγήινοι προκαλούν τη ζωή σε άλλους πλανήτες και στη συνέχεια αποχωρούν, αλλά ελέγχουν και παρακολουθούν τη διαδικασία συγκεκαλυμμένα.

Εξ ορισμού λοιπόν, για εμάς θα είναι κάτι σαν «Θεοί».

Το είδαμε εδώ

Η θνητή φύσις (Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς)


Ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος στο έργο του “Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, 392.A.10 – 392.E.6” σχετικά με την υπόσταση της θνητής φύσις μας αναφέρει το εξής :

“Εμείς δεν έχουμε κανένα μερίδιο στο όντως Είναι, αλλά κάθε θνητή φύση βρίσκεται μεταξύ της γενέσεως και της φθοράς και παρέχει μόνο ένα φάσμα και μία αμυδρή και αβέβαιη εικόνα του εαυτού της. 

Άν τώρα προσηλώσεις την διάνοιά σου επιθυμώντας  να τη συλλάβεις : όπως το δυνατό δράξιμο του ύδατος κάνει να χαθεί το περιεχόμενο διαρρέοντας με την πίεση και τη συγκέντρωση του ύδατος στο ίδιο σημείο, έτσι και η λογική αποτυγχάνει , όταν την άκρα σαφήνεια για κάθε πράγμα από εκείνα που μπορούν να αλλοιωθούν και να μεταβληθούν, επειδή άλλοτε εξετάζει το γιγνόμενο και άλλοτε τη φθορά του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κατανοήσει τίποτα από τα σταθερά και όντως Όντα.

“Αδύνατον να μπείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι”, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε να αγγίξεις θνητή ουσία δύο φορές στην ίδια κατάσταση, αλλά εξαιτίας της οξύτητας και της ταχύτητας της μεταβολής “σκορπά και πάλι μαζεύεται”, ή καλύτερα ούτε πάλι ούτε ύστερα, αλλά ταυτόχρονα και συγκεντρώνεται και διαλύεται και “έρχεται και φεύγει”. 

Για αυτό τον λογο και δεν οδηγεί στο Είναι το γιγνόμενο από αυτή ακριβώς επειδή η γένεσι ποτέ δεν σταματά ούτε στέκεται, αλλά μεταβάλλοντας το αδιάκοπα, από τότε που είναι ακόμα σπέρμα, δημιουργεί το έμβρυο, έπειτα το βρέφος, μετά τον παίδα, κατόπιν στη σειρά το μειράκιο, τον νεανίσκο έπειτα, τον άνδρα, τον ώριμο άνθρωπο, τον γέροντα, καταστρέφοντας τις πρώτες γενέσεις και ηλικίες με τις επόμενες. 

Κι εμείς με τρόπο γελοίο φοβόμαστε ένα και μόνο θάνατο, τη στιγμή που έχουμε πεθάνει και πεθαίνουμε τόσους θανάτους! Γιατί δεν ισχύει μά, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, ότι “ο θάνατος του πυρός είναι γένεσι αέρος και ο θάνατος του αέρος είναι γέννεσι του ύδατος”, αλλά ακόμα σαφέστερα στη δική μας περίπτωση ο άνθρωπος που βρίσκεται στην ακμή του καταστρέφεται όταν γεννιέται ο γέροντας, καταστρέφεται ο νέος μεταπίπτοντας στον ακμάζοντα, ο παίς σε νέον, το νήπιο στον παίδα. 

Ο χθεσινός άνθρωπος έχει πεθάνει μεταπίπτοντας στον σημερινό, ενώ ο σημερινός έχει πεθάνει μεταπίπτοντας στον αυριανό. Κανείς δεν μένει ο ίδιος και κανείς δεν είναι ένας, αλλά γιγνόμεθα πολλοί, καθώς η ύλη περιστρέφεται και γλιστρά γύρω από ένα φάντασμα και ένα κοινό εκμαγείο. 

Γιατί πως παραμένουμε οι ίδιοι, ενώ χαιρόμαστε τωρα με άλλα πράγματα, πρωτύτερα με άλλα, ενώ αγαπάμε και μισούμε, θαυμάζουμε και ψέγουμε κάθε φορά αντίθετα πράγματα, ενώ διαθέτουμε διαφορετικά λόγια και διαφορετικά συναισθήματα, χωρίς να διατηρούμε  το ίδιο είδος, την ίδια μορφή, ούτε κάν την ίδια διάνοια ;; 

Γιατί ούτε είναι λογικό να νιώθει κανείς διαφορετικά συναισθήματα άνευ μεταβολής, ούτε και κανείς αν μεταβληθεί μένει ο ίδιος. Αν, τώρα, κανείς δεν είναι πάντα ο ίδιος, τότε ούτε και υπάρχει, αλλά μεταβάλλει την ίδια του την φύση καθώς γίνεται άλλος από άλλον. Και η αίσθηση, επειδή αγνοεί το ΟΝ, αποφαίνεται λανθασμένα ότι αυτό που φαίνεται υπάρχει στα αλήθεια.

“Ἡμῖν μὲν γὰρ ὄντως τοῦ εἶναι μέτεστιν οὐδέν, ἀλλὰ πᾶσα θνητὴ φύσις ἐν μέσῳ γενέσεως καὶ φθορᾶς γενομένη φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν καὶ ἀβέβαιον αὑτῆς· ἂν δὲ τὴν διάνοιαν ἐπερείσῃς λαβέσθαι βουλόμενος, ὥσπερ ἡ σφοδρὰ περίδραξις ὕδατος τῷ πιέζειν καὶ εἰς ταὐτὸ συνάγειν διαρρέον ἀπόλλυσι τὸ περιλαμβανόμενον, οὕτω τῶν παθητῶν καὶ μεταβλητῶν ἑκάστου τὴν ἄγαν ἐνάργειαν ὁ λόγος διώκων ἀποσφάλλεται τῇ μὲν εἰς τὸ γιγνόμενον αὐτοῦ τῇ δ᾽ εἰς τὸ φθειρόμενον, οὐδενὸς λαβέσθαι μένοντος οὐδ᾽ ὄντως ὄντος δυνάμενος. “ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ” καθ᾽ Ἡράκλειτον (fr. 91) οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν· ἀλλ᾽ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς “σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει”, μᾶλλον δ᾽ οὐδὲ πάλιν οὐδ᾽ ὕστερον ἀλλ᾽ ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει καὶ “πρόσεισι καὶ ἄπεισιν”. ὅθεν οὐδ᾽ εἰς τὸ εἶναι περαίνει τὸ γιγνόμενον αὐτῆς τῷ μηδέποτε λήγειν μηδ᾽ ἵστασθαι τὴν γένεσιν, ἀλλ᾽ ἀπὸ σπέρματος ἀεὶ μεταβάλλουσαν ἔμβρυον ποιεῖν εἶτα βρέφος εἶτα παῖδα, μειράκιον ἐφεξῆς, νεανίσκον, εἶτ᾽ ἄνδρα, πρεσβύτην, γέροντα, τὰς πρώτας φθείρουσαν γενέσεις καὶ ἡλικίας ταῖς ἐπιγιγνομέναις. ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἕνα φοβούμεθα γελοίως θάνατον, ἤδη τοσούτους τεθνηκότες καὶ θνήσκοντες. οὐ γὰρ μόνον, ὡς Ἡράκλειτος (fr. 76) ἔλεγε, “πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις, καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις,” ἀλλ᾽ ἔτι σαφέστερον ἐπ᾽ αὐτῶν ἡμῶν φθείρεται μὲν ὁ ἀκμάζων γινομένου γέροντος, ἐφθάρη δ᾽ ὁ νέος εἰς τὸν ἀκμάζοντα, καὶ ὁ παῖς εἰς τὸν νέον, εἰς δὲ τὸν παῖδα τὸ νήπιον· ὅ τ᾽ ἐχθὲς εἰς τὸν σήμερον τέθνηκεν, ὁ δὲ σήμερον εἰς τὸν αὔριον ἀποθνήσκει· μένει δ᾽ οὐδεὶς οὐδ᾽ ἔστιν εἷς, ἀλλὰ γιγνόμεθα πολλοί, περὶ ἕν τι φάντασμα καὶ κοινὸν ἐκμαγεῖον ὕλης περιελαυνομένης καὶ ὀλισθανούσης. ἐπεὶ πῶς οἱ αὐτοὶ μένοντες ἑτέροις χαίρομεν νῦν, ἑτέροις πρότερον, τἀναντία φιλοῦμεν καὶ μισοῦμεν καὶ θαυμάζομεν καὶ ψέγομεν, ἄλλοις χρώμεθα λόγοις ἄλλοις πάθεσιν, οὐκ εἶδος οὐ μορφὴν οὐ διάνοιαν ἔτι τὴν αὐτὴν ἔχοντες; οὔτε γὰρ ἄνευ μεταβολῆς ἕτερα πάσχειν εἰκός, οὔτε μεταβάλλων <οὐδεὶς> ὁ αὐτός ἐστιν· εἰ δ᾽ ὁ αὐτὸς οὐκ ἔστιν, οὐδ᾽ ἔστιν, ἀλλὰ τοῦτ᾽ αὐτὸ μεταβάλλει γιγνόμενος ἕτερος ἐξ ἑτέρου. ψεύδεται δ᾽ ἡ αἴσθησις ἀγνοίᾳ τοῦ ὄντος εἶναι τὸ φαινόμενον“.


Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [15/4/2009, ΕΛΛΑΣ]

Το είδαμε εδώ