Έτσι, ο Χριστοφορίδης αντιμετώπισε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας ενώπιον 15.000 θεατών, τον Ολλανδό κάτοχο του τίτλου Μπεπ βαν Κλάβερεν.
Ο αντίπαλος ήταν ολυμπιονίκης το 1928 στο Άμστερνταμ. Η υπεροχή του Χριστοφορίδη ήταν καταφανής και στους 15 τρίλεπτους γύρους.
Ειδικά μετά τον 10ο γύρο, ο αντίπαλός του είχε περιοριστεί σε παθητικό ρόλο, προσπαθώντας να αποφύγει το νοκ-άουτ και στο τέλος του αγώνα παρέπαιε αιμόφυρτος.
Ο Ελβετός διαιτητής αμέσως των ανακήρυξε νικητή, κάτι που αναγνώρισαν και οι Ολλανδοί θεατές.
Ανάμεσά τους υπήρχαν και λιγοστοί Έλληνες ναυτικοί, που έτυχε τα πλοία τους να βρίσκονται στο μεγάλο ολλανδικό λιμάνι, οι οποίοι πανηγύρισαν έξαλλοι μαζί του.
Όμως, δεν χάρηκε για πολύ αυτό τον τίτλο, αφού στο αμέσως επόμενο ματς, εναντίον του Γάλλου Εντουάρ Τενέ, στο Παρίσι, στάθηκε άτυχος.
Ενώ προηγείτο καθαρά στα σημεία σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, στον 11ο γύρο έσπασε το αριστερό χέρι του και συνέχισε με φοβερούς πόνους, αμυνόμενος διαρκώς.
Τελικά, με απόφαση των κριτών ηττήθηκε, χάνοντας τον τίτλο.
Όταν αποθεραπεύτηκε, προσπάθησε να ξαναπάρει το στέμμα, κάνοντας ένα σερί από οκτώ νίκες, το οποίο διέκοψε η ήττα του από τον μελλοντικό πρωταθλητή Τζίμι Μπίβινς.
Ο Χριστοφορίδης θεώρησε την ήττα άδικη και ζήτησε να ξαναπαίξουν.
Στη ρεβάνς επικράτησε καθαρά και αυτή ήταν η μοναδική ήττα στην καριέρα του Μπίβινς.
Από το 1934 ζούσε στο Παρίσι. Τα ρινγκ της Ελλάδος ήταν πολύ φτωχά για τις ικανότητές του και δεν είχαν καμία προοπτική εξέλιξης για το ταλέντο του Χριστοφορίδη.
Το 1937 ήρθε για έναν αγώναν εναντίον του Ρουμάνου μποξέρ Ντοκουλέσκου.
Ο κόσμος πήγε στο Παλλάς για να παρακολουθήσει τον αγώνα, αλλά τελικά είδε τη μονομαχία να ολοκληρώνεται πριν από τη λήξη του πρώτου γύρου.
Ο Χριστοφορίδης τον είχε βγάλει νοκ άουτ.
Έτσι, οργανώθηκε δεύτερος αγώνας με τον Έλληνα πρωταθλητή Κώστα Βάσση.
Στις 8 Νοεμβρίου, ο νεαρός πυγμάχος εμφανίστηκε συγκρατημένος. Ο Βάσσης κατάφερε να σταθεί όρθιος για 12 γύρους, αλλά τελικά έχασε, όχι μόνο τον αγώνα, αλλά και τον τίτλο του πρωταθλητή.
Ο Χριστοφορίδης γεννήθηκε στην πόλη Μερσίνα της Μικρασίας στις 26 Μαΐου 1917, αλλά έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη.
Το 1922 βρέθηκε πρόσφυγας στην Αθήνα με τη μητέρα και τις δύο αδελφές του.
Άλλα επτά μέλη της οικογένειάς του χάθηκαν κατά τη μικρασιατική καταστροφή.
Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός, αφού ο πατέρας του σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία σε μάχη, ενώ η μητέρα του πέθανε στην Ελλάδα πριν από το 1930.
Για να επιβιώσει εργάστηκε στο ξενοδοχείο «Μυστράς», ενώ ταυτόχρονα φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή για εργαζόμενους του Φιλ. Συλλόγου «Παρνασσός».
Στη σχολή νίκησε κατά κράτος έναν νταή συμμαθητή του, που είχε παρακολουθήσει μαθήματα πυγμαχίας και τον προκαλούσε.
Τότε διαπίστωσε πως είχε τρομερά προσόντα.
Με προτροπή των συμμαθητών του, γράφτηκε σε μια σχολή πυγμαχίας που υπήρχε σε υπόγειο της οδού Ασκληπιού στην Αθήνα, περισσότερο για να αντιμετωπίζει τους προκλητικούς παλικαράδες, παρά με σκοπό να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος.
Όμως, μέσα σε ένα εξάμηνο, ο 16χρονος Χριστοφορίδης αναδείχθηκε σε πρωτοπυγμάχο της σχολής και άρχισε να κερδίζει τα πρώτα του χρήματα ως επαγγελματίας μποξέρ, στα ματς που διοργανώνονταν σε διάφορα αθηναϊκά θέατρα.
Είχε 53 νίκες, 15 ήττες και 8 ισοπαλίες.
Άφησε το μποξ αρκετά νέος. Σε όλη του την καριέρα αρνήθηκε όλες τις υπηκοότητες που του προτάθηκαν. Ήθελε να αγωνίζεται ως Έλληνας.