BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οι μεγάλοι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι και μαθηματικοί ήταν κυρίως ..... γυναίκες


Αν και δεν ξέρουμε πόσοι ήταν όλοι οι Πυθαγόρειοι Φιλόσοφοι αλλά σύμφωνα με τις αναφορές του Ιάμβλιχου, οι γυναίκες πλειοψηφούσαν έναντι των αντρών!!

Οι κυριότερες είναι:

ΘΕΑΝΩ (6ος π.Χ. αιώνας).

ΔΑΜΩ (6ος π.Χ. αιώνας).

ΔΕΙΝΩ (6ος π.Χ. αιώνας).

ΕΛΟΡΙΣ η Σαμία (6ος π.Χ. αιώνας).

ΦΙΝΤΥΣ (6ος π.Χ. αιώνας).

ΜΕΛΙΣΣΑ (6ος π.Χ. αιώνας).

ΤΥΜΙΧΑ (6ος π.Χ. αιώνας).

ΠΤΟΛΕΜΑΪΣ (6ος π.Χ. αιώνας).

Αναλυτικά αναφέρουμε τα εξής:

ΘΕΑΝΩ (6ος π.Χ. αιώνας) 

Η Θεανώ από τον Κρότωνα, κόρη του γιατρού Βροντίνου, ήταν μαθήτρια και ένθερμη οπαδός του Πυθαγόρου. Παντρεύτηκε στην Σάμο τον μεγάλο Μύστη με τον οποίο είχε 36 χρόνια διαφορά ηλικίας. 

Δίδαξε στις πυθαγόρειες σχολές της Σάμου και του Κρότωνος. Η Θεανώ θεωρείται η ψυχή της θεωρίας των αριθμών, που έπαιξαν κυριαρχικό και καίριο ρόλο στην πυθαγόρεια διδασκαλεία. 

Στην ίδια αποδίδεται η πυθαγόρεια άποψη της “Χρυσής Τομής”. Της αποδίδονται ακόμα διάφορες κοσμολογικές θεωρίες. Μετά τον θάνατο του Πυθαγόρου ή Θεανώ τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής της διασκορπισμένης πλέον κοινότητας. 

Με την βοήθεια των θυγατέρων της (Δαμούς, Μυίας ή Μυρίας και Αριγνώτης) διέδωσε το επιστημονικό και φιλοσοφικό πυθαγόρειο σύστημα σε όλη την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Η Θεανώ έγραψε και βιβλιογραφία του Πυθαγόρου, που χάθηκε. 

Με τον Πυθαγόρα απέκτησε, εκτός από τις θυγατέρες και δύο υιούς, τον Τηλαύγη και τον Μνήσαρχο. Ο Ιάμβλιχος την μνημονεύει ως ‘μαθηματικόν άξιαν μνήμης κατά παιδείαν’.

ΔΑΜΩ (6ος π.Χ. αιώνας) 

Θυγατέρα του Πυθαγόρου και της Θεανούς δίδαξε τα πυθαγόρεια δόγματα στην Σχολή του Κρότωνος. Μετά την διάλυσι της Σχολής, η Δαμώ, στην οποία ο Πυθαγόρας είχε εμπιστευτεί τα γραπτά του έργα, με την ρητή εντολή να μην τα ανακοινώσει σε αμύητους, κατέφυγε στην Αθήνα. 

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τήρησε την παραγγελία του πατέρα της. Αργότερα όμως δημοσίευσε μόνο την γεωμετρική διδασκαλία του Πυθαγόρου, με την βοήθεια του Φιλολάου και του Θυμαρίδα. Η έκδοση αυτή, που είχε (σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο) τον τίτλο ‘Η ΠΡΟΣ ΠΥΘΑΓΟΡΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ’. 

Ήταν μία γεωμετρία ανωτέρου επιπέδου. Κατά τον Γέμινο, η κατασκευή του κανονικού τετραέδρου και η κατασκευή του κύβου οφείλονται στην Δαμώ. Η Δαμώ παντρεύτηκε στην Αθήνα κάποιον πυθαγόρειο και απέκτησε μία κόρη την Βιτάλη. Ο Διογένης ο Λαέρτιος της αποδίδει την θεώρησι : “ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟ ΚΑΛΛΙΣΤΟΝ ΣΦΑΙΡΑΝ ΕΙΝΑΙ ΤΩΝ ΣΤΕΡΕΩΝ, ΤΩΝ Δ’ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΚΥΚΛΟΝ’ 

ΑΡΙΓΝΩΤΗ (6ος π.Χ. αιώνας) 

Φιλόσοφος, συγγραφέας, μαθηματικός από την Σάμο. Ο Πορφύριος την αναφέρει ως θυγατέρα του Πυθαγόρου. “ΑΛΛΟΙ ΔΕ ΕΚΘΕΑΝΟΥΣ…ΥΙΟΝ ΤΗΛΑΥΓΗ ΠΥΘΑΓΟΡΟΥ
ΑΝΑΓΡΑΦΟΥΣΙ ΚΑΙ ΘΥΓΑΤΕΡΑΝ ΜΥΙΑΝ, ΟΙ ΔΕ ΚΑΙ ΑΡΙΓΝΩΤΗΝ”. 

Το λεξικό του Σούδα την αναφέρει ως μαθήτρια του Πυθαγόρου “Αριγνώτη : μαθήτρια Πυθαγόρου του μεγάλου και Θεανούς, Σάμια φιλόσοφος Πυθαγορική”. Η Αριγνώτη έγραψε πολλά φιλοσοφικά έργα και μαθηματικό βιβλίο με τίτλο “ΠΕΡΙ ΑΡΙΘΜΩΝ” που χάθηκε. Μετά την διάλυση της Σχολής επέστρεψε στην Σάμο. 

ΜΥΙΑ (6ος π.Χ. αιώνας)

Μυία ή Μυρία, κόρη του Πυθαγόρου και της Θεανούς. Πυθαγόρεια και η ίδια. Γυναίκα του Μίλωνος του Κροτωνιάτου. Δίδαξε στην Σχολή του Κρότωνος. Αναφέρεται ως γνώστρια της γεωμετρίας. Της αποδίδεται η επινόησης της τρίτης (ή εστηκυίας) μεσότητος, δηλαδή
αναλογίας.

ΔΕΙΝΩ (6ος π.Χ. αιώνας) 

Γυναίκα του Βροντίνου. Μαθήτρια και πεθερά του Πυθαγόρα, γνώστρια της αριθμοσοφίας.
Μελέτησε, κατά τον Dasypodious, τους ελλιπείς αριθμούς. Ένας αριθμός λέγεται ελλιπής, όταν οι γνήσιοι διαιρέτες του (δηλαδή οι διαιρέτες εκτός του εαυτού του), αν προστεθούν δίνουν άθροισμα μικρότερο του ιδίου του αριθμού. Έτσι ο αριθμός 8 είναι ελλιπής γιατί 1+2+4=7<8

ΕΛΟΡΙΣ η Σαμία (6ος π.Χ. αιώνας)

Μαθήτρια του Πυθαγόρου. Γνώστρια της Γεωμετρίας.

ΦΙΝΤΥΣ (6ος π.Χ. αιώνας)

Αναφέρεται και ως Φίλτυς. Μαθήτρια του Πυθαγόρου, θυγατέρα του Θέοφρη από τον Κρότωνα και αδελφή του Βυνδάκου. Δίδαξε στην Σχολή του Κρότωνος. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Βοήθιος την αναφέρει ως εμπνεύστρια της ισότητος που συνδέει τις Πυθαγόρειες τριάδες.

ΜΕΛΙΣΣΑ (6ος π.Χ. αιώνας)

Μαθήτρια του Πυθαγόρου. Ασχολήθηκε με την κατασκευή κανονικών πολυγώνων. Ο Λόβων ο Αργείος γράφει για μία άγνωστη εργασία της : “Ο ΚΥΚΛΟΣ ΦΥΣΙΝ (η Μελίσσα) ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΟΜΕΝΩΝ ΠΟΛΥΓΩΝΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΕΣΤΙ”.

ΤΥΜΙΧΑ (6ος π.Χ. αιώνας)

Η Τυμίχα γυναίκα του Κροτωνιάτου Μυλλίου ήταν (σύμφωνα με τον ΔιογένηΛαέρτιο) Σπαρτιάτισσα, γεννημένη στον Κρότωνα. Από πολύ νωρίς έγινε μέλος της Πυθαγόρειας κοινότητος . 

Αναφέρεται από τον Ιάμβλιχο ένα σύγγραμμά της σχετικά με τους “φίλους αριθμούς”(*6). Μετά την καταστροφή της σχολής από τους δημοκρατικούς του Κρότωνος η Τυμίχα κατέφυγε στις Συρακούσες. 

Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος απαίτησε από την Τυμίχα να του αποκαλύψει τα μυστικά της Πυθαγόρειας διδασκαλίας έναντι μεγάλης αμοιβής. Αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά και μάλιστα έκοψε με τα δόντια την γλώσσα της και την έφτυσε στο πρόσωπο του Διονυσίου. Το γεγονός αυτό αναφέρουν ο Ιππόβοτος και ο Νεάνθης

ΠΤΟΛΕΜΑΪΣ (6ος π.Χ. αιώνας) 

Νεοπυθαγόρεια φιλόσοφος, μουσικός και μαθηματικός. Την αναφέρει ο Πορφύριος στο έργο του “ΕΙΣ ΤΑ ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑ”. Κατά τον Πορφύριο (νεοπλατωνικό φιλόσοφο του 3ου μ.Χ. αιώνα) η Πτολεμαϊς μεταξύ άλλων απέδειξε και
την πρόταση : “ΕΑΝ ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΑΝΤΕΣ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΙΩΣΙ ΤΙΝΑΣ, ΟΙ
ΓΕΓΟΜΕΝΟΙ ΕΞ ΑΥΤΩΝ ΙΣΟΙ ΑΛΛΗΛΟΙΣ ΕΣΟΝΤΑΙ” (δηλαδή αβ = βα)


ΠΥΘΑΓΟΡΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ  (γύρω στον 6ον – 5ον π.Χ. αιώνα) 

Ο Ιάμβλιχος στο έργο του “ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΙΚΟΥ ΒΙΟΥ” διέσωσε τα ονόματα δεκαεπτά
πυθαγορείων γυναικών που ήταν γνώστριες της πυθαγόρειας φιλοσοφίας και των πυθαγορείων μαθηματικών. Ήδη έχουμε αναφέρει μερικές από αυτές.

Οι υπόλοιπες είναι :

1. Ρυνδακώ, αδελφή Βυνδάκου.

2. Οκκελώ και Εκκελώ (αδελφές) από τις Λευκάνες.

3. Χειλωνίς, κόρη Χείλωνος του Λακεδαιμονίου.

4. Κρατησίκλεια, σύζυγος Κλεάνορος του Λακεδαιμονίου.

5. Λασθένεια η Αρκάς.

6. Αβροτέλεια κόρη Αβροτέλους του Ταραντίνου.

7. Εχεκράτεια η Φλιασία.

8. Θεανώ γυναίκα του Μεταποντίνου Βροντίνου. 
(Δεν πρέπει να συγχέεται με την Θεανώ την σύζυγο   του Πυθαγόρου και κόρη του Κροτωνιάτη Βροντίνου.)

9. Τυρσηνίς, η Συβαρίτις.

10. Πεισιρρόδη η Ταραντινίς.

11. Θεαδούσα η Λάκαινα.

12. Βοιώ η Αργεία.

13. Βαβέλυκα η Αργεία.

14. Κλεαίχμα αδελφή Αυτοχαρίδα του Λάκωνος.

15. Νισθαιαδούσα.


Το είδαμε εδώ

Βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα!


Σε μια χώρα που γεννήθηκε το πνεύμα της επιστήμης και η φιλοσοφία, που η τέχνη έφτασε στο αποκορύφωμα της, που το θέατρο αποτέλεσε σχολείο υψηλού επιπέδου για όλες τις ηλικίες, σε μια χώρα που δεν υπήρξε πόλη χωρίς θέατρο – μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του πολιτισμού – δεν θα ήταν δυνατό να μην έχουν υπάρξει και αγαπηθεί και οι βιβλιοθήκες. 

Υπήρχαν βιβλιοθήκες στις αρχαίες ελληνικές πόλεις; Εκτός από σποραδικές περιπτώσεις, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρονται στο θέμα αυτό. Υπάρχουν όμως, ευτυχώς, επιγραφικές πηγές που έρχονται να συμπληρώσουν το κενό.

Οι αρχαίοι Έλληνες που τόσο καλλιέργησαν τις τέχνες και τα γράμματα, ήταν επόμενο να εκτιμήσουν την επινόηση και τη χρήση του αλφαβήτου σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Σοφοκλής να βάλει στη χαμένη τραγωδία του «Αμφιάραος» ένα ηθοποιό να σχηματίζει με κινήσεις του χορού τα γράμματα, ενώ σε άλλη τραγωδία ­ επίσης χαμένη – του Αθηναίου Καλλία, 24 μέλη χορού υποδύονταν τα ισάριθμα γράμματα του αλφάβητου, χαρακτηριστική άλλωστε της γοητείας που είχε στους αρχαίους Έλληνες η χρήση των γραμμάτων είναι και η ωδή του Πινδάρου στο γράμμα Σ. 

Από χρόνους παλαιότατους πρώτοι οι τύραννοι ενδιαφέρθηκαν για τη διάδοση των ομηρικών επών, τα οποία φρόντισαν να περισυλλέξουν και να διασώσουν. Σ’ αυτούς ακριβώς τους χρόνους και μάλιστα στη διάρκεια της τυραννίδας, στην Αθήνα, του Πεισιστράτου, πρέπει να τοποθετηθεί και η ίδρυση των πρώτων βιβλιοθηκών στην Ελλάδα.

Όταν γίνεται λόγος για βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα, η σκέψη μας ανατρέχει συνήθως στις γνωστές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και ίσως το πολύ – πολύ στις βιβλιοθήκες του Πανταίνου και του Αδριανού στην Αθήνα. Αλλά τόσο στην Αθήνα όσο και στις άλλες ελληνικές πόλεις, όχι μόνο του μητροπολιτικού αλλά και του αποικιακού ελληνισμού, υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών, για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε εκτός από την ύπαρξή τους. 

Την ύπαρξη αυτών των βιβλιοθηκών βεβαιώνουν περισσότερο επιγραφικές και λιγότερο φιλολογικές πηγές. Την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην Αθήνα μαρτυρεί ο ιστορικός Πολύβιος μνημονεύοντας τον επίσης αρχαίο ιστορικό Τίμαιο. Λέει δηλαδή ο Πολύβιος ότι, όταν ο Τίμαιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, για να αποφύγει την πίεση του τυράννου Αγαθοκλή, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε 50 (!) χρόνια ερευνώντας τις βιβλιοθήκες της πόλης του Κέκροπα. 

Από άλλες σποραδικές πληροφορίες που βρίσκονται σε φιλολογικές πάλι πηγές συμπεραίνεται ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών στον εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας ελληνισμό. Συγκεκριμένα στην Ασία είχαν βιβλιοθήκες οι ελληνικές πόλεις Έφεσος, Μιλητος, Αλικαρνασσός, Ηράκλεια του Πόντου, Κνίδος, Μύλασα, Νύσσα, Πέργαμος, Πριήνη, Προύσα, Σινώπη, Σμύρνη, Τέως, Αντιόχεια, Αφροδισιάδα, Καισαρεία, Ταρσός. Μαγνησία του Μαιάνδρου, Μαγνησία Σιπύλου, Ιασός, Θυάτειρα, Άσσος και Λάμψακος. 

Ανάλογες βιβλιοθήκες πρέπει να είχαν και οι ελληνικές αποικίες στη Δύση και στα παράλια της Β. Αφρικής. Κατά κάποιο περίεργη όμως σύμπτωση δεν μνημονεύεται στις σωζόμενες επιγραφικές και φιλολογικές πηγές βιβλιοθήκη άλλη πλην εκείνης των Συρακουσών. Στην κυρίως Ελλάδα δεν υπήρχε πόλη χωρίς βιβλιοθήκη ή τουλάχιστον χωρίς δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μικρών πόλεων. 

Και είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα συγγράμματα βιβλιοθηκονομίας γράφτηκαν από τον Έλληνα Αρτέμωνα, που καταγόταν από την Κασσάνδρεια. Ο Αρτέμων έγραψε δύο τέτοια συγγράμματα, που είχαν τίτλους «Περί βιβλίων συναγωγής» και «Περί βιβλίων χρήσεως».

ΒIΒΛIΟΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Όπως προαναφέρθηκε από τη διήγηση του Πολύβιου για τον Τιμαιο εξάγεται έμμεσα το συμπέρασμα ότι στο «κλεινό άστυ» υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών. Ωστόσο, οι σχετικές πληροφορίες είναι πολύ λίγες. Η παλαιότερη βιβλιοθήκη στην Αθήνα ανάγεται στους χρόνους του Πεισιστράτου, ο οποίος εκτός του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε για την περισυλλογή και για την ταξινόμηση των Ομηρικών Επών, ίδρυσε πρώτος στην Αθήνα και δημόσια βιβλιοθήκη. 

Οι Αθηναίοι την επαύξησαν αργότερα με μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα. Όταν ο Ξέρξης κυρίευσε την Αθήνα, το 480 π.χ, λεηλάτησε τη βιβλιοθήκη του Πεισιστράτου και μετέφερε τα συγγράμματά της στην Περσία. Αλλά στα χρόνια των διαδόχων του Μ.Αλεξάνδρου ο Σέλευκος, ο Νικάνωρ, κατόρθωσε να ανεύρει τα συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Πεισιστράτου και να τα ξαναστείλει στην Αθήνα. Στην πόλη της Παλλάδας υπήρξε ονομαστή βιβλιοθήκη και κατά τους χρόνους του Δημητρίου, του Φαληρέα, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ζήλο για τα βιβλία. 

Ο Παυσανίας μνημονεύει την ίδρυση στην Αθήνα βιβλιοθήκης από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Στην ίδρυση της βιβλιοθήκης αυτής αναφέρεται και ο Ευσέβιος. Η βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα ήταν πλούσια, επιβλητική και πολυτελής. Τα ερείπια και το μέγεθός της εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη του χώρου της, που βρίσκεται στο τέλος της οδού Αιόλου. 

Από αρχαίες πηγές επιγραφικές, που επιβεβαιώθηκαν και από τις ανασκαφές του χώρου της Αγοράς των κλασικών χρόνων είναι γνωστή η ύπαρξη, στον επίσημο αυτό χώρο, της βιβλιοθήκης του Πανταίνου. Πρόκειται για 2 επιγραφές που αναφέρονται η μία στην ίδρυση και η άλλη στη λειτουργία αυτής της βιβλιοθήκης. Η πρώτη επιγραφή αναγράφει:

«Αθηνά Πυλιάδι … Αθηναίων ο ιερεύ Μουσών φιλοσόφων Τ.Φλάβιος Πάνταινος Φλαβίου Μενάνδρου διαδόχου υιός τας έξω στοάς, το περίστυλον, την βιβλιοθήκην μετά των βιβλίων, τον εν αυτοίς πάντα κόσμον, εκ των ιδιων … ανέθηκε.»

Η άλλη επιγραφή. που αποτελούσε μέρος του κανονισμού της βιβλιοθήκης αναγράφει: «Βιβλίον ουκ εξενεχθησεται επεί ωμόσαμεν ανοιγήσεται από ώρας πρώτης μέχρι έκτης».

Η επιγραφή του 1ου αι.π.χ., που έχει δημοσιευτεί στο Inscriptiones Graecae ΙΙ, 1029. μας πληροφορεί για την ύπαρξη και λειτουργία και άλλης βιβλιοθήκης στην Αθήνα, γνωστής ως «εν Πτολεμαίω» , ενώ η επιγραφή Ι.G.11.1009 προσφέρει ένδειξη ότι υπήρχε και στον Πειραιά βιβλιοθήκη.

Βιβλιοθήκες άλλων πόλεων στη μητροπολιτική Ελλάδα

Εκτός από τις βιβλιοθήκες στην Αττική, υπήρχαν βιβλιοθήκες. όπως φαίνεται από σποραδικές πάντα πληροφορίες, τόσο στις φιλολογικές πηγές όσο και στις επιγραφικές και στις εξής πόλεις: Στους Δελφούς, όπως διαπιστώνεται από δελφική επιγραφή, η οποία αναφέρει ίδρυση βιβλιοθήκης από το Κοινό των Αμφικτυόνων (Bulletin de Correspodance Hellenique. 20, 1896, σ. 720), αλλά και στην Επίδαυρο υπήρχε βιβλιοθήκη, η οποία είχε αφιερωθεί στο θεό Ασκληπιό. Επίσης, έχει βρεθεί επιγραφή στη νήσο Δήλο, η οποία μνημονεύει οίκημα Ανδρίων, όπου υπήρχε συλλογή των έργων του ποιητή Αλκαίου. 

Εκτός από τη Δήλο είχαν βιβλιοθήκες και τα νησιά Σάμος, Ρόδος, Κως, Κρήτη και Κύπρος. Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Ρόδο διαπιστώνεται πάλι επιγραφικά από απόσπασμα καταλόγου που περιείχε γύρω στα 50 συγγράμματα. Μεταξύ τους αναφέρονται και 2 συγγράμματα με τους τίτλους «Προς Ευαγόραν κυπριακών» (αντίγραφα δύο) «Αλεξάνδρω Εγκώμιον» (αντίγραφο ένα) και «περί της Αθήνησι Νομοθεσίας» (αντίγραφα πέντε).

Για βιβλιοθήκη στη Σάμο δεν σώζεται καμία πληροφορία στις επιγραφικές πηγές. Ο συγγραφέας ωστόσο των δειπνοσοφιστών Αθηναίος, ο οποίος συχνότερα από κάθε άλλον αρχαίο συγγραφέα αναφέρεται στις βιβλιοθήκες και σε βιβλιόφιλους, κάνοντας λόγο για τους Έλληνες εκείνους που είχαν γίνει διάσημοι στον αρχαίο κόσμο εξαιτίας των Πλούσιων βιβλιοθηκών τους, αναφέρει τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, τον Αθηναίο Ευκλείδη, το γνωστό Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο, τον Νικοκράτη, τον Κύπριο, τους βασιλιάδες της Περγάμου Απάλους και Ευμένηδες, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Θεόφραστο και τον Νηλέα, ο οποίος απέκτησε τα βιβλία που περιείχαν οι βιβλιοθήκες των δύο τελευταίων μεγάλων ανδρών, δηλαδή του περίφημου Σταγειρίτη φιλόσοφου και τον διάδοχό του στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, Θεόφραστον.

Βιβλιοθήκη στην Κω αναφέρει επιγραφή (δημοσιευμένη στο Bulletin de Correspondance Hellenique, 59. 1935, σ. 421-425) η οποία περιέχει τα ονόματα των δωρητών της βιβλιοθήκης. Μεταξύ αυτών αναφέρονται και ο Διοκλής και ο γιος του Απολλόδωρος, που από κοινού πρόσφεραν τη δαπάνη για την ανέγερση του κτιρίου της βιβλιοθήκης, καθώς και για την αγορά 100 βιβλίων. Αναφέρονται, επίσης ο Εκαταίος ως δωρητής 200 συγγραμμάτων, ο Αγησίας ως δωρητής 200 δραχμών, ο Ξενοκλής που δώρισε 200 δραχμές και 100 βιβλία και άλλοι δωρητές,

Στην Κρήτη υπήρχε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους βιβλιοθήκη δίπλα στο παλάτι της Κνωσού, όπως διαπιστώνεται από θραύσμα επιγραφής, που μνημονεύει τη βιβλιοθήκη αυτή. Στην Κύπρο αναφέρονται επίσης βιβλιοθήκες, τόσο από τον Αθήναιο όσο και από επιγραφή που μνημονεύει «επιμελητήν βιβλιοφυλακιου». Με βεβαιότητα διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στη Σπάρτη από φιλολογικές πηγές, ενώ από επιγραφικές πηγές συμπεραίνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Μεσσηνία . Από άλλη φιλολογική πηγή είναι γνωστή και η λειτουργία βιβλιοθήκης στην πόλη των Πατρών.

Όσον αφορά στη Β. Ελλάδα, πρέπει να υπήρχε βιβλιοθήκη στην Πέλλα. Από αυτή φαίνεται ότι ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος έφερε στη Ρώμη τον πρώτο μεγάλο αριθμό ελληνικών συγγραμμάτων, μετά τη νίκη του επί του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα. Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στην Πέλλα, που πρέπει να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούσε και ο Μ. Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, μας θυμίζει το σχετικό ενδιαφέρον που έδειξε ο νεαρός βασιλιάς με τη διαταγή που έδωσε μετά την κατάληψη της Περσίας, να ερευνηθούν τα ιερά περσικά βιβλία και όσα αναφέρονταν στη φιλοσοφία, την ιατρική, τη γεωργία και την αστρονομία να μεταφράζονταν στην ελληνική γλώσσα και να αποστέλλονταν στην Αλεξάνδρεια. Από άλλη, τέλος, αναθηματική επιγραφή της Μακεδονίας, που δημοσιεύτηκε στο B.C.H., 57,1933, σ. 316­320, διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στην πόλη των Φιλίππων.

Αναφερόμενοι στις βιβλιοθήκες που μπορούμε να επισημάνουμε από ενδείξεις φιλολογικές και επιγραφικές, δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη βιβλιοθήκη της Περιπατητικής Σχολής. Τα συγγράμματά της μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, περιήλθαν στην ευθύνη του διαδόχου του Θεοφράστου. Τα συγγράμματα του Θεοφράστου, μαζί με τα βιβλία του Αριστοτέλη, περιήλθαν στους σωκρατικούς φιλοσόφους Έραστο, Κορίσκο και στο γιο του Κορισκου, Νηλέα. 

Ο Νηλέας, μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, κληρονόμησε τα βιβλία των δύο δασκάλων του και τα μετέφερε στην πόλη Σκήψη της Μ. Ασίας. Μετά το θάνατο του Νηλέα περιήλθαν σε ιδιώτες που τα είχαν αταξινόμητα και κατάκλειστα. Όταν οι τελευταίοι έμαθαν για το ζήλο, με τον οποίο οι βασιλιάδες της Περγάμου συγκέντρωναν βιβλία, τα έκρυψαν σε υπόγεια κρύπτη, όπου φθάρηκαν από την υγρασία και τα σκουλήκια. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν σ’ αυτή την κατάσταση στον Απελλικώντα την Τηιο, ο οποίος, κατά τον Στράβωνα, ήταν «φιλόβιβλος μάλλον ή φιλόσοφος».

Για να αποκαταστήσει αυτός τα καταστραμμένα συγγράμματα, τα αντέγραψε εκ νέου ξαναγράφοντας από την αρχή ολόκληρα μέρη τους κι έτσι τα εξέδωσε γεμάτα λάθη. Κατά τον Αθήναιο, ωστόσο ο Νηλέας πούλησε τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου στον Πτολεμαιο, τον Φιλάδελφο και έτσι αποτέλεσαν αργότερα το πρότυπο για την οργάνωση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Μετά το θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας μετέφερε τα βιβλία του στη Ρώμη (Πλουτάρχου, Σύλλας 26,1-2).

Εκτός από τις δημόσιες βιβλιοθήκες υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και πολλές ιδιωτικές. Ιδιωτική βιβλιοθήκη αξιόλογη είχε ο Ευριπίδης, καθώς και ο σύγχρονος του Πλάτωνα φιλόσοφος Μενέδημος, από την Ερέτρια. Ο Ισοκράτης (Αιγηνιτικός, 5) αναφέρεται σε κάποιο Θράσυλλο, που είχε σπουδαία συλλογή συγγραμμάτων περί μαντικής. Ο Πλούταρχος, τέλος, στη βιογραφία του Ζήνωνα, περιγράφει κατάστημα πωλητού βιβλίων στην Αθήνα, όπου οι πελάτες ερευνούσαν ή διάβαζαν τα συγγράμματα, όπως γινόταν και στις βιβλιοθήκες.

Γραφικές ύλες

Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης. Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη. Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου (Ι.G.Α.321και322). 

Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου. Άλλη χάλκινη πινακίδα βρέθηκε στην Ολυμπία με χαραγμένο επάνω τις ένα κείμενο συνθήκης, που έγινε μεταξύ Ηλείων και αντιπάλων τους. Χαράζονταν ακόμη επιγραφές πάνω σε πήλινες πλάκες (επί κεράμου), σε δέρματα, σε θαλασσινά όστρακα και σε οστά. 

Αλλά και πάνω σε ελάσματα χρυσού χαράσσονταν κείμενα, όπως π.χ. στα ορφικά χρυσά πλακίδια, τα γνωστά τόσο από την Κρήτη όσο και από την Ιταλία. Ως καθαρή όμως, ελληνική επινόηση μπορούν να θεωρηθούν οι ξύλινες πινακίδες, οι επαλειμμένες με κερί. Οι πινακίδες αυτές επέτρεπαν τη συνεχή επανεγγραφή κειμένων μετά την απόσβεσή τους, γι’αυτό και τις χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μαθητές για εξάσκηση.

Όλες αυτές οι πληροφορίες προκύπτουν από τη μελέτη των φιλολογικών και των επιγραφικών πηγών. Από τις επιγραφές έχουμε και την πληροφορία ότι οι βιβλιοθηκάριοι των αρχαίων ελληνικών βιβλιοθηκών ονομάζονταν γραμματείς και επιμελητές των βιβλιοφυλακίων.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Αρχαιολογία

Επ.Βρανόπουλου
Δρα ­ Ιστορικού – Αρχαιολόγου

Το είδαμε εδώ

Τα ηθικά διδάγματα των Ηρώων στα Ομηρικά Έπη


Τα Ομηρικά Έπη είναι γραμμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε η θυσία να είναι γλυκιά και με μία αίσθηση ηρωισμού που να μη δημιουργεί τρόμο...

Ωθούν τον αναγνώστη ν’ αγαπά, να θαυμάζει τον Αχιλλέα και να ταυτίζεται μ’ αυτόν. Αυτό γίνεται πολύ εύκολα όταν το άτομο ζει σε μία κοινωνία οργανωμένη και συχνά του ζητούνται παραπάνω από όσα θέλει να δώσει.Ο Αχιλλέας είναι το τραγικό πρόσωπο της Ιλιάδας, αλλά όλοι ταυτίζονται μαζί του.

Είναι τόσο τέλεια γραμμένα τα Έπη, που, ενώ οι άνθρωποι συνήθως ταυτίζονται με το νικητή ηγέτη, στο έργο αυτό ταυτίζονται με το νεκρό ήρωα. Ξέρουν από την αρχή ότι ο Αχιλλέας σκοτώνεται και σκιρτάει η καρδιά τους κάθε φορά που διαβάζουν τους λόγους του εναντίον του Αγαμέμνονα, εναντίον της εξουσίας, εναντίον του συστήματος. Σκιρτάει η καρδιά των Ελλήνων, όταν ο αγαπημένος τους ήρωας απειλεί να γκρεμίσει μόνος του —κι αυτό έχει σημασία— τις πύλες της Τροίας.

Απειλεί Θεούς και δαίμονες και δε διστάζει να απειλήσει και τον Απόλλωνα.Αυτό είναι και το αποκορύφωμα του έργου, η απαρχή της θυσίας. Οι Έλληνες ταυτίζονται μ’ έναν ήρωα άφοβο για τον οποίο ξέρουν, όπως κι ο ίδιος ξέρει ότι θα νικηθεί από τον Υιό τού μεγάλου Θεού και δε φοβούνται το θάνατο.

Ο θάνατος για τον Έλληνα είναι απειροελάχιστο κόστος για μία τέτοια στιγμή μεγαλείου κι αποθέωσης.Σε ένα αυστηρό σύστημα πάντα θα βρεθεί ένας άνθρωπος να σηκώσει το ανάστημά του εναντίον της αδικίας και της εξουσίας.

Η διαφορά όμως με τους άλλους λαούς είναι ότι θα τον εγκαταλείψουν στην τύχη του, θα τον αφήσουν να θυσιαστεί μόνος του, ενώ οι Έλληνες μ’ αυτήν την παιδεία θα ταυτιστούν με το μοναχικό άνθρωπο και θα του δώσουν τη δύναμή τους.

Στην κοινωνία που είναι οργανωμένη, πάντα υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, αλλά κι ο Θερσίτης. Όλοι αυτοί έχουν το ρόλο τους στην επίτευξη του στόχου.

Όλοι προσπαθούν, ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως αυτό που μένει από την Ιλιάδα είναι ότι σ’ έναν αγώνα στον οποίο είναι αρχηγός ο Αγαμέμνονας, αγαπημένος ήρωας και τραγικό πρόσωπο είναι ο Αχιλλέας κι αυτός που δίνει στο τέλος τη νίκη είναι ο πανέξυπνος Οδυσσέας.

Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει θεϊκή επέμβαση άμεση, όλοι, εφόσον κάθονται στα συμβούλια, έχουν τη δική τους άποψη και κρίνονται. Δεν υπάρχει το απόλυτα σωστό που το γνωρίζει κάποιος.

Όλοι προσπαθούν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Ο Οδυσσέας χαίρει της εκτίμησης όλων, χωρίς να μειονεκτεί σε γενναιότητα, λόγω της εξυπνάδας του. Από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο που συμμετέχει στην εκστρατεία, όλοι έχουν την ίδια άποψη για τον ήρωα.

Στην κοινωνία μας ο βασιλιάς κι ο πρώτος της ιεραρχίας αξιωματικά είναι ο πιο έξυπνος κι ο πιο γενναίος. Ο Οδυσσέας χάνεται σ’ αυτήν την κοινωνία μέσα στα παρασκήνια, όπου συσκέπτονται οι μυστικοσύμβουλοι για να τιμάται ο βασιλιάς. Η Ιλιάδα μπορεί να βρίσκεται σ’ επίπεδο βασιλέων, αλλά κι εκεί υπάρχει ιεραρχία που, όταν καταπατάται αποφέροντας κέρδη, δείχνει το δρόμο προς την ελευθερία. Στην Ιλιάδα ο καθένας απολαμβάνει τις τιμές που του αντιστοιχούν, κανένας δεν μπορεί να κλέψει τη δόξα του άλλου.

Αν η Ιλιάδα χαρακτηρίζει την κοινωνία που συνθέτουν οι Έλληνες, η Οδύσσεια χαρακτηρίζει την προσωπική τους ζωή. Στην Οδύσσεια περιγράφεται η περιπέτεια ενός πανέξυπνου ανθρώπου, μέχρι να γυρίζει πίσω στην πατρίδα του. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι τεράστιες κι ενώ ξεκινά μ’ ένα πλήθος συντρόφων και συμπολεμιστών επιστρέφει πίσω μόνος.

Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του ήρωα να ξεπεράσει τρομερά εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο του και η τελική του μοναχική νίκη έχουν κι αυτές το νόημά τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο Οδυσσέας σε καμία φάση του έργου δεν ξεφεύγει από την ανθρώπινη φύση του.

Βρίσκεται συνέχεια μέσα στον κίνδυνο κι είναι επικεφαλής συντρόφων. Είναι άνθρωπος απλός, με την ίδια άνεση που κάνει το σωστό κάνει και το λάθος. Αγαπάει βαθύτατα τους Θεούς κι αυτοί του ανταποδίδουν αυτήν την αγάπη.

Ο συνεχής κίνδυνος μέσα στον οποίο ζει αυτός κι οι σύντροφοί του τούς κάνει να σκέφτονται συνεχώς κι όλοι μαζί για να βρουν λύσεις.Σε άλλη περίπτωση ο πανέξυπνος Οδυσσέας θα επισκίαζε τους συντρόφους και θα υπήρχε περίπτωση να κρατήσει πνευματικά δικαιώματα.

Πώς όμως να κρατήσει πνευματικά δικαιώματα κάποιος, που δεν έχει εξασφαλίσει ούτε καν τη δική του επιβίωση; Όταν παίρνει αποφάσεις που έχουν κόστος σε ζωές δεν μπορεί να διεκδικεί το αλάθητο όσο έξυπνος κι αν είναι.

Μία από τις επόμενες φορές θα μπορούσε να ήταν και η δική του σειρά. Ό,τι σκέφτεται, το προφέρει στους συντρόφους του κι αυτοί με τη σειρά τους κάνουν το ίδιο. Σ’ ολόκληρο το έργο δύο φορές του δόθηκε ασφαλής γνώση μέσω των Θεών, ώστε να γυρίσει πίσω ασφαλής με τους συντρόφους του.

Εδώ ακριβώς είναι η τραγική ειρωνεία. Με εξασφαλισμένη γνώση, έστω κι αν αυτή αποφέρει πνευματικά δικαιώματα, οι σύντροφοί του τόν πρόδωσαν. Ό,τι καλλιεργείται μέσω των Επών, για να δοθεί στους Έλληνες ως δώρο, αυτό τους πρόδωσε.

Το τέλος του Έπους είναι κι αυτό εξίσου σημαντικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο μεγάλος Οδυσσέας επιστρέφει μόνος του. Μέσα από δοκιμασίες και βάσανα επιστρέφει κουρασμένος, λυπημένος και προπάντων ανθρώπινος. Ακόμα κι όταν έχει επιστρέψει, τίποτε δε γίνεται εύκολα και χρειάζεται αγώνας.

Η τελική νίκη του Οδυσσέα είναι η ελπίδα που προσφέρουν οι Θεοι στον άνθρωπο. Ο Οδυσσέας επέστρεψε, αφού κατέβαλε όλες τις δυνατές προσπάθειες ως άνθρωπος, αλλά μόνο μετά από θεϊκή επέμβαση. Αυτή η επέμβαση δε γίνεται υπό μορφή θαύματος με το οποίο ο Οδυσσέας από τη μία στιγμή στην άλλη επιστρέφει νικητής και δοξασμένος.

Η επέμβαση προσφέρει διέξοδο.. και πάλι θα πρέπει να εξαντλήσει τις δυνατότητές του για να την εκμεταλλευτεί. Ακόμα και μετά την απόφαση των Θεών για την επιστροφή του, δεν είναι λίγες οι φορές που λύγισαν τα γόνατά του από το φόβο και την απελπισία. Οι Θεοί για τον Οδυσσέα παίρνουν θετικές αποφάσεις, αλλά αυτές οι αποφάσεις βοηθούν μόνο στην περίπτωση στην οποία θα βρει το κουράγιο να συνεχίσει.

Όλα αυτά τα στοιχεία που δίνει η Οδύσσεια, ως παιδαγωγικό μέσο ενός συστήματος, ωθούν τον άνθρωπο σε αναζήτηση προσωπικής ελευθερίας. Το σύστημα μπορεί να απαιτεί συλλογική προσπάθεια για να κατακτήσει αυτό που επιδιώκει, αλλά ο άνθρωπος μαθαίνει ότι αυτό που θα τον βοηθήσει είναι το προσωπικό του κουράγιο και η αλύγιστη θέληση. Ο Θεοί δε φτιάχνουν ανάμεσα στους Έλληνες εκλεκτούς, που παίρνουν άπειρη δόξα εξαιτίας τους. Οι αγαπημένοι τους είναι βασανισμένοι και μοναχικοί.

Ότι δημιουργούν είναι δικό τους έργο, απλά η θεία πρόνοια τους βοηθά να σταθούν στα δικά τους ανθρώπινα πόδια, που τόσο εύκολα λυγίζουν.Τα δύο Ομηρικά Έπη δημιουργούν ανθρώπους που στην κοινωνική τους δραστηριότητα και στην καλύτερή τους στιγμή θ’ αγωνιστούν για την κατάκτηση του Ιλίου, ενώ στην προσωπική τους ζωή τα πάντα εξαρτώνται από τους ίδιους.

Τα λάθη που θα πληρώσουν στην πλειοψηφία τους είναι δικά τους λάθη κι αυτό είναι που πρέπει να κατανοήσουν. Οι Θεοί δεν τιμωρούν με τους ανθρώπινους κανόνες. Δίνουν συμβουλές για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και η καταπάτηση αυτών των συμβουλών είναι η πηγή των κακών. Όλα τα παραπάνω δείχνουν, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αναλυτικά, γιατί οι Έλληνες δεν μπορούν κι ούτε θέλουν να κρατήσουν πνευματικά δικαιώματα.

Εξίσου σημαντικό μ’ αυτό είναι κι ένα άλλο στοιχείο, που δίνεται μέσω των Επών. Αυτό είναι ο έρωτας. Σ’ ένα έργο του οποίου η πλοκή έχει να κάνει μ’ έναν ανθρωποφάγο πόλεμο και βασιλιάδες γεμάτους δόξα και σοφία, κυριαρχεί ο έρωτας. Οι Θεοί ερωτεύονται και παιδιά αυτού του έρωτα είναι υπέρλαμπροι ήρωες ή πεντάμορφες νέες. Οι Θεοί με αυτόν τον τρόπο υποδεικνύουν στους θνητούς να αναζητούν τον έρωτα. Δεν υπάρχουν παιδιά μοιχείας, υπάρχουν μόνον παιδιά αγάπης, που κληρονομούν θεϊκά χαρακτηριστικά.

Ο πόλεμος της Τροίας γίνεται αποκλειστικά για τον έρωτα. Ο Πάρης — αρνητικός ήρωας για τους Έλληνες, εφόσον είναι αντίπαλος — δεν είναι ούτε μπορεί να γίνει μισητός. Πώς μπορεί ένας Έλληνας, που κατανοεί τους έρωτες των Θεών, να μισήσει έναν άνθρωπο που έπεσε κι αυτός θύμα του έρωτα; Του δόθηκαν βασίλεια, του δόθηκε σοφία κι αντρειοσύνη, αλλά αυτός προτίμησε τον έρωτα.

Αυτός είναι, που δείχνει στους ανθρώπους τι ακριβώς είναι να είσαι Θεός. Τα βασίλεια για τον Πάρη έχουν έγνοιες και σκοτούρες. Η θεϊκή ομορφιά όμως, όταν είναι δίπλα στον άνθρωπο, είναι ευτυχία. Η ευτυχία μέσω του έρωτα είναι η Θέωση για τον άνθρωπο.

Ο έρωτας παρουσιάζεται ανίκητος μέσα στα Έπη. Ο Αχιλλέας, μόνον εξαιτίας του έρωτα, απέχει των μαχών. Ο Αγαμέμνονας, εξαιτίας της στέρησης του δικού του έρωτα, κάνει υπέρβαση εξουσίας. Ο Οδυσσέας εγκαταλείπει θεές, που του υπόσχονται αιώνια δόξα κι αθανασία, για τον έρωτά του.

Όλα αυτά, βέβαια, για τον έρωτα που είναι καθαρός και δεν προδίδεται. Η ιστορία της Ελένης είναι μία ιστορία γυναίκας που βρήκε έναν άλλο έρωτα κι αυτό βέβαια δεν είναι έγκλημα, απλά η κοινωνία ήταν πολύ καθυστερημένη, για να δεχτεί το δικαίωμα αυτό σε μία γυναίκα.

Η πατριαρχία είναι η δεδομένη κατάσταση στην ελληνική κοινωνία κι απ’ αυτό μπορεί κάποιος να καταλάβει ποιοι έχουν το δικαίωμα στη Θέωση μέσω του έρωτα. Η θέση της γυναίκας είναι ισχνή σ’ ό,τι αφορά τα δικαιώματά της. Οι επιλογές της είναι πάντα σε προκαθορισμένα όρια.

Είναι άτιμη και προσβάλλει τους ανθρώπους, όταν κι αυτή ως άνθρωπος αποφασίζει για την προσωπική της ευχαρίστηση και είναι τίμια κι ενάρετη όταν είναι μία σύζυγος, που μεγαλώνει τα παιδιά της ανεχόμενη τους έρωτες του άντρα της. Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Ιλιάδα και στην κοινωνία που περιγράφει κατά την έναρξη του πολέμου.

Όμως η Ιλιάδα δεν έχει στόχο να διαπαιδαγωγήσει μόνον τους άντρες και να τους μάθει πώς πρέπει να λειτουργούν μέσα σ’ ένα σύνολο και να πετυχαίνουν τους στόχους τους. Τους μαθαίνει και τι σημαίνει έρωτας και πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, που δε σέβεται τους κανόνες του.

Η Ελένη δεν κοιμήθηκε πρόστυχα μ’ ένα φιλοξενούμενο του άντρα της. Ερωτεύτηκε ένα όμορφο βασιλόπουλο. Πέρασε χίλιες σκέψεις μέσα από το μυαλό της για να αντισταθεί. Μία γυναίκα που ζει σε μία αντροκρατούμενη κοινωνία βασανίζεται πολύ για να πάρει μία τέτοια απόφαση.

Αμύνθηκε, όσο μπορεί ν’ αμυνθεί άνθρωπος στον έρωτα. Όμως ο Μενέλαος πού ήταν; Εκείνη την ώρα έπρεπε να είναι δίπλα της και να τη στηρίξει. Αυτός όμως υπήρξε ένας τυπικός σύζυγος, που αντιλαμβάνεται τη γυναίκα του ως κτήμα του και που πάντα τη βρίσκει εκεί όπου την αφήνει.. αυτό όμως δε συνέβη αυτήν τη φορά.

Ο Μενέλαος κι ο κάθε άντρας όταν είναι ερωτευμένος, δεν αφήνει το ταίρι του ούτε για μία στιγμή. Αυτός είναι ο έρωτας, μία συνεχής δυναμική κατάσταση. Όταν κάποιος δεν μπορεί ή δε θέλει να ακολουθεί τους κανόνες του, δεν μπορεί να έχει κι απαιτήσεις. Όμως οι απαιτήσεις υπάρχουν γιατί υπάρχει ο θεσμός του γάμου. Από εδώ ξεκινά ο Τρωικός πόλεμος.

Η Ελένη δεν έχει δικαίωμα να ερωτευτεί όπως όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν παραμελείται. Ο Μενέλαος μπορεί να βαστάει τις παλλακίδες του και να βιάζει όποια θέλει στους πολέμους στους οποίους συμμετέχει, αλλά η Ελένη πρέπει να είναι σωστή σύζυγος.

Η προσφορά της Ελένης στο έργο είναι ότι στους μεν άντρες δείχνει ότι πρέπει να φροντίζουν να διατηρούν τον έρωτα, γιατί ποτέ δε θα μπορούν να προβλέψουν τίποτε.

Στις δε γυναίκες ότι ακόμα και σε αυτήν τη θεοσκότεινη κοινωνία πρέπει ν’ απαιτούν από τους άντρες την προσήλωση ερωτευμένου και στην αντίθετη περίπτωση να τολμούν. Τόλμησε η Ελένη και μπορεί να μη δικαιώθηκε, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η κάθε Ελένη δε θα δικαιώνεται.

Στον αντίποδα αυτής της σχέσης Μενελάου κι Ελένης είναι η σχέση Οδυσσέα και Πηνελόπης. Ο τέλειος έρωτας. Μπορεί να ενώνονται με τα συζυγικά δεσμά, αλλά σε καμία περίπτωση αυτά δεν αντικαθιστούν την ερωτική προσήλωση. Η αιώνια αγάπη. Και οι δύο αρνούνται τα πάντα για τον έρωτά τους.

Αν ο άντρας ονειρεύεται δόξες, πλούτη και προπαντός ως θνητός αθανασία, ο Οδυσσέας τα αρνείται για τον έρωτά του, για την αγάπη του. Θα ήταν αδικία, αυτός ο έρωτας να μην έφτανε στη λύτρωσή του.

Λύτρωση γι’ αυτούς ήταν να ζήσουν και να γεράσουν μαζί.Όλα αυτά αποκαλύπτουν τι συμβαίνει στις σχέσεις των ανθρώπων και πώς αυτές οι σχέσεις επηρεάζονται από την ύπαρξη του θεσμού τού γάμου. Όταν κάποιος άνθρωπος ζει σε μία κοινωνία, όπου υπάρχει ο νόμιμος γάμος, πιστεύει ότι πάντα αυτός είναι κι ο μόνος δρόμος που εξασφαλίζει τη διατήρηση μίας σχέσης.

Η μη προσαρμογή φαίνεται σαν να είναι πρόβλημα των ανθρώπων και όχι του θεσμού. Τα Έπη προσφέρουν τη γνώση του έρωτα που δεν μπορεί να κλειστεί μέσα σε θεσμούς και όταν υπάρχει δένει τους ανθρώπους τόσο πολύ, που ο οποιοσδήποτε θεσμός φαίνεται αστεία υπόθεση.

Καμία συζυγική υποχρέωση δεν είναι δυσβάσταχτη για τον Οδυσσέα. Ο ίδιος είναι διατεθειμένος να κάνει πράγματα για τα οποία, αν υπήρχε θεσμός να τα επιβάλλει στους ανθρώπους, θα έκαναν επανάσταση.

Αν ο έρωτας, σύμφωνα με τον Πάρη, είναι το μυστικό της Θέωσης και της τελειότητας, αυτό που είναι το πιο σημαντικό, είναι η ίδια η ζωή. Αυτό το δώρο που λέγεται ζωή και δίνεται από τους Θεους σ’ όλους τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει δόξα ούτε μεγαλείο που να μπορούν να συγκριθούν με τη ζωή.

Φτωχοί, πλούσιοι, ελεύθεροι, δούλοι, παίρνουν ακριβώς το ίδιο δώρο.Δεν υπάρχουν εκλεκτοί, δεν υπάρχουν εξαιρέσεις.Διά στόματος Αχιλλέα οι άνθρωποι μαθαίνουν ότι ακόμα και η ζωή τού σκλάβου είναι πιο πολύτιμη απ’ όλες τις δόξες και τα μεγαλεία. Η βασιλεία στον κόσμο των νεκρών δεν έχει καμία αξία. Αν η θυσία του Αχιλλέα πρόσφερε στους Αχαιούς την Τροία, αυτοί οι λόγοι του δώσανε ελπίδα και χαρά σ’ όλους του ανθρώπους.

Απόσπασμα από το τρίτομο έργο: «ΥΔΡΟΧΟΟΣ»

theseus-aegean.blogspot.gr

Το είδαμε εδώ

Αρχιμήδης: Η αρχαία Ελληνική ρηματική φράση «εύρηκα - εύρηκα»


Ο μαθηματικός, φιλόσοφος, φυσικός και μηχανικός Αρχιμήδης ήταν ένα από τα μεγαλοφυή πνεύματα που γνώρισε στην πορεία της η ανθρωπότητα. Σίγουρο θεωρείται ότι ο Αρχιμήδης γεννήθηκε στις Συρακούσες περί το 285 π.Χ. και πιθανόν είχε πατέρα τον αστρονόμο Φειδία.

Έκανε τα πρώτα βήματα για το μαθηματικό υπολογισμό επιφανειών με ακανόνιστο περίγραμμα και συμμετρικών εκ περιστροφής σωμάτων, μέθοδος που εξελίχθηκε, τεκμηριώθηκε και ονομάστηκε στη σύγχρονη εποχή Ολοκληρωτικός Λογισμός, υπολόγισε μία προσεγγιστική τιμή για τον άρρητο αριθμό π, διατύπωσε το νόμο της Μηχανικής για τους μοχλούς και, αντιλαμβανόμενος τις απεριόριστες προεκτάσεις του, γενίκευσε την εφαρμογή λέγοντας «Δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω» (δώσε μου σημείο να στηριχθώ και θα κινήσω τη Γη). Διατύπωσε επίσης την ομώνυμη αρχή για την άνωση του νερού, κατασκεύασε διάφορες μηχανές, ένα τύπο πολύσπαστου, τον κοχλία, μία αντλητική μηχανή με την «αρχιμήδειον έλικα» κ.ά.

Η αρχαία Ελληνική ρηματική φράση «εύρηκα - εύρηκα» (αρχαία: εὕρηκα) είναι η πασίγνωστη ιστορική αναφώνηση του Αρχιμήδη (287 π.Χ.-212 π.Χ.) που λέγεται ότι όταν ανακάλυψε την γνωστή Αρχή περί της άνωσης τόσο πολύ είχε ενθουσιασθεί που εξήλθε στο δρόμο γυμνός και τρέχοντας επαναλάμβανε συνεχώς αυτή τη φράση.

Η ιστορία του γεγονότος αυτού έχει ως εξής:

Μία μέρα, ο βασιλιάς Ιέρων Α' των Συρακουσών παρήγγειλε στο μεγαλύτερο καλλιτέχνη της πόλης να του φτιάξει μία κορώνα από καθαρό χρυσάφι. Όταν ο βασιλιάς πήρε την κορώνα, άρχισαν να διαδίδονται φήμες πως ο καλλιτέχνης τον είχε κοροϊδέψει, παίρνοντας ένα μέρος από το χρυσάφι και αντικαθιστώντας το με άλλο μέταλλο.

Ωστόσο, η τελειωμένη κορώνα είχε το ίδιο βάρος με το χρυσάφι του βασιλιά. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε τον Αρχιμήδη να εξετάσει το ζήτημα. Στα πειράματά του, ο Αρχιμήδης βρήκε το νόμο του ειδικού βάρους. Ανακάλυψε πως όταν ένα στερεό σώμα μπει μέσα σε υγρό χάνει τόσο βάρος όσο είναι το βάρος του όγκου του νερού που εκτοπίζει.

Ο Αρχιμήδης επινόησε το σύστημα να παίρνει το ειδικό βάρος των στερεών σωμάτων. Ζύγιζε πρώτα το στερεό στον αέρα και έπειτα το ζύγιζε μέσα στο νερό. Και αφού το στερεό ζύγιζε λιγότερο μέσα στο νερό, αφαιρούσε το βάρος που είχε μέσα στο νερό από το βάρος που είχε στον αέρα.

Τέλος, διαιρούσε το βάρος του στερεού σώματος στον αέρα με την απώλεια βάρους που είχε το σώμα μέσα στο νερό. Έμαθε έτσι, πως ένας δοσμένος όγκος από χρυσάφι ζυγίζει 19,3 φορές τον ίσο όγκο νερού.

Όμως, καθώς δεν μπόρεσε να προχωρήσει περισσότερο στο πρόβλημα της βασιλικής κορώνας, ο Αρχιμήδης σηκώθηκε να πάει στα λουτρά για να ξεκουραστεί. Εκεί βρήκε τη λύση. Μέσα στον ενθουσιασμό του βγήκε από το λουτρό γυμνός στο δρόμο φωνάζοντας: "Εύρηκα! Εύρηκα!".

Ο Αρχιμήδης γύρισε στο σπίτι του, ζύγισε την κορώνα στον αέρα και ύστερα τη ζύγισε μέσα στο νερό. Με τη μέθοδο αυτή βρήκε το ειδικό βάρος της κορώνας. Το ειδικό βάρος της δεν ήτανε 19,3. Δεν μπορούσε, λοιπόν, η κορώνα να είναι από καθαρό χρυσάφι. Ο Αρχιμήδης απέδειξε πως ο καλλιτέχνης ήταν απατεώνας.

Σ' αυτό το ιστορικό περιστατικό αποδίδεται σήμερα όλη η ουσία της Ανακριτικής. Και μάλιστα θεωρείται η πρώτη αναμφισβήτητα προσπάθεια που έγινε για τον σκοπό της αποκάλυψης εγκλήματος με προσφυγή σε επιστημονικές γνώσεις και εν προκειμένω του Αρχιμήδη, που ενήργησε ως πραγματογνώμων.

Το είδαμε εδώ

Πεντάγραμμον: Βαθιά ριζωμένο στην αρχαιοελληνική παράδοση


Η κεντρική του θέση στη Φιλοσοφία και τα Μαθηματικά της Αρχαίας Ελλάδας.

«Θύμα» μιας καπηλευτικής ιδιοποίησης αρχαιοελληνικών συμβόλων από περιθωριακά τμήματα του δυτικού πολιτισμού αποτελεί η γνωστή πεντάλφα, που αδίκως έχει εντυπωθεί με αρνητικό τρόπο στο συλλογικό ασυνείδητο της σύγχρονης κοινωνίας.

Η πεντάλφα μπορεί να φέρνει συνειρμούς που έχουν να κάνουν με τη μαγεία, το σατανισμό ή τη μασονία και το σιωνισμό κατ' άλλους, ωστόσο είναι σύμβολο βαθιά ριζωμένο στην Αρχαία Ελλάδα, στην ανάπτυξη της Φιλοσοφίας και των Μαθηματικών.

Όπως αποδεικνύεται και από το κορυφαίο «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» των Henry G. Liddell και Robert Scott, η πεντάλφα συναντάται στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία.

Ως πεντέγραμμον ορίζεται «το σχήμα αστέρος το οποίο σχημάτιζαν οι Πυθαγόρειοι δια συμπλοκής τριγώνων σχημάτων ούτω, κοινώς το σχήμα τούτο ονομάζεται πεντάλφα».

Μάλιστα, ο όρος «πεντάλφα» συναντάται στον Λουκιανό, ενώ μεταγενέστερα εμφανίζεται και η λέξη «πεντέμυχος», που σημαίνει «ο πέντε μυχούς έχων».

Η πεντάλφα αποτελεί μέρος μιας πανάρχαιας συμβολιστικής παράδοσης, που ξεκινά από την πρωτόγονη απόπειρα του ανθρώπου να αντιπαλέψει και στη συνέχεια να κατανοήσει τις δυνάμεις της φύσης.

Στις πρώιμες κοινωνίες, πριν ακόμα ο μύθος αποτελέσει την πρώτη μορφή συστηματοποίησης της γνώσης, το μαγικό στοιχείο ενσωματώθηκε στις αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν για τους αριθμούς και τα σχήματα.

Όπως οι αριθμοί 3,4 και 7 ήταν συνήθεις «μαγικοί» αριθμοί, έτσι και η πεντάλφα ήταν ένα από τα καθιερωμένα «μαγικά» σύμβολα. Όπως σημειώνει και ο Dirk J. Struik στη «Συνοπτική Ιστορία των Μαθηματικών», σε αυτές τις πρώιμες αναπαραστάσεις εντοπίζονται οι πρώτες προσπάθειες να αποδοθούν οι τριγωνικοί αριθμοί, που έπαιξαν μεταγενέστερα σημαντικό ρόλο στα πυθαγόρεια μαθηματικά και ακριβώς αυτή η «μαγική» πλευρά των Μαθηματικών αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για τη μελλοντική ανάπτυξή τους.



Παρόλο που η πεντάλφα συναντάται και σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς, μόνο στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στη διδασκαλία του Πυθαγόρα αποκτά κεντρική θέση.

Ο Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Πυθαγόρας ο Σάμιος (περίπου 580-500 π.Χ) ηγείτο της ομώνυμης σχολής, που απέκτησε πολύ μεγάλη επιρροή τον 4ο π.Χ αιώνα και συνέβαλε σημαντικότατα στην ανάπτυξη των Μαθηματικών και της Αστρονομίας.

Η διδασκαλία των Πυθαγόρειων για την κοσμική αρμονία των σφαιρών ήταν η βάση για να αναπτυχθεί ο πυθαγόρειος μαθηματικός συμβολισμός και ο μυστικισμός των αριθμών -μέρος των οποίων είναι και η πεντάλφα-, που συνδέονται με την πίστη του Πυθαγόρα στη μετεμψύχωση.

Η σημασία που απέδιδαν στα Μαθηματικά και συγκεκριμένα στην Αριθμητική έχει να κάνει με την πεποίθησή τους ότι αυτά είναι η οδός για την απελευθέρωση της ψυχής. Διότι, όπως παραθέτει ο Αριστοτέλης (Μετά τα φυσικά, Α 5) τον Πυθαγόρα, «τα των αριθμών στοιχεία των όντων πάντων ... είναι».

Ο μυστικισμός των αριθμών του Πυθαγόρα και η πεντάλφα, αργότερα αναβίωσε στο νεοπλατωνισμό και πέρασε στην Αναγέννηση και τους νεότερους χρόνους.

Η αρχαιοελληνική παράδοση ήταν ακριβώς αυτή που κληροδότησε το σύμβολο του πενταγράμμου στη Δύση. Το μυστικιστικό περίβλημα που έφερε μαζί του, λόγω και του χαρακτήρα της Σχολής των Πυθαγορείων, επέτρεψε μέσα στους αιώνες και πιο έντονα στο τέλος του ρομαντισμού, με την αναβίωση ενός νέου αποκρυφισμού και κάθε είδους δεισιδαιμονίας, να συνδεθεί με τη μαγεία, τη λατρεία του Σατανά ή τη μασονία.

Ο στόχος είναι να επανορθωθεί η έννοια του πενταγράμμου και να αποδοθεί το ορθό της περιεχόμενο, στη βάση της αρχαιοελληνικής παράδοσης και φιλοσοφίας.

Το είδαμε εδώ και εδώ

Ποιός ήταν ο μαραθωνοδρόμος του «νενικήκαμεν»;


Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος, η θέση του ελληνικού στρατεύματος το 490 π.Χ. είχε ως ορμητήριο το τέμενος του Ηρακλή κοντά στους πρόποδες, όπως υποθέτουμε, του υψώματος Βρανά και Αφορισμού. 

Η θέση των τύμβων Αθηναίων και Πλαταιέων δηλώνουν το επίκεντρο της περιοχής της μάχης. Γύρω από το σημείο αυτό θα πρέπει να εντοπισθεί το ιερό του Ηρακλή και η αφετηρία του αγγελιοφόρου της νίκης. Ισως ο αγγελιοφόρος της κοσμοϊστορικής Νίκης του πνεύματος κατά του σκοταδισμού να χρησιμοποίησε τον πλέον σύντομο δρόμο, περίπου 34 χιλιόμετρα και όχι τον κατά 25 αιώνες μεταγενέστερο (περίπου 42 χιλιόμετρα), ο οποίος ήταν άγνωστος και ανύπαρκτος. Κατά πάσα πιθανότητα ανηφόρισε προς τη χαράδρα που σχηματίζουν τα υψώματα Βρανάς, Αγριλίκι, Αφορισμός και Κοτρώνι με προοπτική το ιερό του Διόνυσου και από εκεί προς την Εκάλη…

Ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», αλλά και ο Αντ.Κατσουρός στη μελέτη του «Ο πεζοδρόμος του Μαραθώνα», θεωρούν πιθανότερη την εκδοχή να διέτρεξε ο αγγελιοφόρος τη δίοδο που περνά ανάμεσα από τα υψώματα Αφορισμός και Κοτρώνι, δηλαδή το μονοπάτι της διπλανής χαράδρας που οδηγεί στο χωριό Σταμάτα.

Ο Ηρόδοτος, που γεννήθηκε το 485 π.Χ., δηλαδή 5 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα, παίρνει τις πληροφορίες για τα Περσικά από ιερείς μαντείων και ιδιαίτερα των Δελφών, από οδηγούς, διερμηνείς, από Ελληνες εγκατεστημένους σε διάφορα μέρη με τους οποίους είχε γνωριστεί. Είναι άξιο προσοχής ότι, ενώ περιγράφει με λεπτομέρεια και αντικειμενικότητα τα όσα διαδραματίστηκαν στη μάχη του Μαραθώνα, δεν αναφέρει το περιστατικό του αγγελιοφόρου της νίκης, ενώ σε μεταγενέστερους συγγραφείς είναι διάχυτη η πληροφορία ότι υπήρξε πράγματι το γεγονός.

Ποιο ήταν το όνομά του;

Φαίνεται ότι διαχρονικά οι μελετητές της ιστορίας του Ηρόδοτου θεώρησαν ως παράλειψη το περιστατικό του αγγελιοφόρου και θέλησαν να διαιωνίσουν ιστορικά το όνομα και το γεγονός του αγγέλου. Χαρακτηριστικά, 150 χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα, ο ιστορικός Ηρακλείδης από τον Πόντο ιστορεί ότι ο δρομοκήρυκας που έτρεξε από τον Μαραθώνα προς την Αθήνα ήταν ο Θέρσιππος, καταγόμενος από τον αρχαίο δήμο των Ερωέων, αν και ο ίδιος είναι επιφυλακτικός, γιατί οι σύγχρονοι ή οι προγενέστεροί του θέλουν όχι το Θέρσιππο, αλλά τον Ευκλή, ο οποίος τρέχοντας «συν τοις όπλοις θερμόν από της μάχης και ταις θύραις εμπεσόντα των πρώτων τοσούτον μόνον ειπείν χαίρετε και χαίρομεν, ειτ’ ευθύς εκπνεύσαι».

Ο ίδιος προβληματισμός ανακύπτει και κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα (700 χρόνια μετά τη μάχη), όπου ο Λουκιανός αναφέρει το περιστατικό συγκεκριμένα με ήρωα τον Φιλιππίδη.Την ιστορική πληροφορία του Ηρόδοτου ως προς τον αγγελιοφόρο, προς τη Σπάρτη, την αντιγράφει και ο περιηγητής Παυσανίας, αλλά ονομάζει τον ημεροδρόμο Φιλιππίδη, όπως και ο Λουκιανός και όχι Φειδιππίδη, όπως τον αποκαλεί ο Ηρόδοτος.

Η λαϊκή παράδοση για τη Σταμάτα

Σε ενίσχυση των γραπτών αυτών μαρτυριών έρχεται και η λαογραφία να προσφέρει τις «υπηρεσίες» της. Ο προφορικός λόγος στη λαϊκή παράδοση διέσωσε το γεγονός και μάλιστα ότι έτρεξαν δύο αγγελιοφόροι να φέρουν την είδηση στην Αθήνα. Ο ένας ήταν καβαλάρης, που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, ενώ ο άλλος πεζός και αρματωμένος. Ο καβαλάρης πήγε από το Χαλάνδρι, ο πεζός από τη Σταμάτα. Καθώς τον είδαν οι γυναίκες έτρεξαν κοντά του: «Σταμάτα ­ του φώναξαν ­ σταμάτα… Τέλος φθάνει στο Ψυχικό… Το πρώτο χωρίον το ονόμασαν Σταμάτα, γιατί σταμάτησε ο αγγελιοφόρος, το δεύτερο Ψυχικό, γιατί πήγε να ξεψυχήσει ο πτεροπόδαρος…» Κατά τον Δημ. Καμπούρογλουη σημερινή περιοχή Αμπελόκηποι αρχικά ονομαζόταν Αγγελόκηποι (κήπος του Αγγέλου), γιατί εκεί ξεψύχησε ο αγγελιοφόρος.

Αλλά εύλογα είναι τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες που προβάλλονται στο γεγονός του αγγελιοφόρου, γιατί από την εποχή εκείνη μας χωρίζει μια τεράστια χρονική απόσταση 2.487 χρόνων, αλλά και μια διαφορετική αντίληψη ιδεολογίας και εμείς κρίνουμε τα γεγονότα σήμερα με το τι είναι πρακτικό και ωφέλιμο.

Περίεργο και απορίας άξιο είναι το γεγονός γιατί δεν το αναφέρει ο Ηρόδοτος. Η άποψη ότι οι αφηγητές του ιστορικού τα παρέβλεψαν, γιατί το θεώρησαν ασήμαντο ή γιατί οι σύγχρονοί του ή και ο ίδιος δεν απέδωσαν την ενδεικτική σημασία, την οποία εμείς του αποδίδουμε, φαίνεται λογική. Η ιστορική αυτή παράλειψη στο γεγονός του αγγελιοφόρου δεν προσβάλλει την αξιοπιστία του συγγραφέα, αλλά αντίθετα τη δυναμώνει, γιατί το περιστατικό δεν είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο μέσα στον χώρο και στον χρόνο της ελληνικής ιστορίας.

Στην ιστορική συνείδηση του Ηρόδοτου ή και των συγχρόνων του η απόσταση αυτή, Μαραθώνας – Εκάλη – Αθήνα, των 34 χιλιομέτρων ήταν μηδαμινή μπροστά στο κατόρθωμα του ημεροδρόμου Φειδιππίδη, επίσημου αγγελιοφόρου του στρατεύματος των Ελλήνων, ο οποίος έτρεξε την απόσταση Αθήνα – Σπάρτη 1.140 στάδια (= 230 χιλιόμετρα) σε 2 ημέρες, ενώ την ίδια απόσταση μετά τη μάχη έτρεξαν 2.000 οπλίτες Σπαρτιάτες σε 3 ημέρες. Τέτοια δρομικά κατορθώματα θαυμαστά και συγχρόνως αμφιλεγόμενα για την εποχή μας ήταν φαινόμενα ασήμαντα και συνηθισμένα κατά την αρχαιότητα.

Οπλισμένος και όχι έφιππος

Ενα άλλο γεγονός αξιοσημείωτο, που θα πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα, είναι το γιατί έτρεξε με τα όπλα του. Από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων βεβαιωνόμαστε ότι ήταν νομικά και ηθικά υποχρεωμένος ο αγγελιοφόρος να τρέχει οπλισμένος μετά τη μάχη για να φέρει το μήνυμα, γιατί διαφορετικά θα τον εξελάμβαναν ως «ριψάσπιδα» ή «τρέσαντα», ατιμασμένο δηλαδή άτομο που θα είχε πετάξει τα όπλα του και θα είχε εγκαταλείψει τη μάχη από φόβο ή δειλία. Επρεπε με την πολεμική του εμφάνιση να πείσει και να ενθαρρύνει τον άμαχο πληθυσμό και τους άρχοντες της πολιτείας, όταν τον αντίκριζαν, για την εγκυρότητα του μηνύματος.

Για την ταχύτερη ίσως και «ασφαλέστερη» μετάδοση του μηνύματος της κοσμοσωτηρίου για τους Ελληνες Νίκης δεν θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσει ο αγγελιοφόρος ίππο κατά τη δοκιμασία αυτή; Εύλογη η απορία στην οποία η αδέκαστη θέση της Ιστορίας αντιπαραθέτει την ιστορική αλήθεια. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα σκόπιμα δεν είχαν ιππικό και το σπουδαιότερο είναι ότι, κατά τον Φιλόστρατο, ήταν απαγορευμένο στους ημεροδρόμους να χρησιμοποιούν ίππους, ώστε με τη διέλευσή τους από τα διάφορα μέρη να μη γίνονται αισθητοί από τον εχθρό.

Από τις ιστορικές αναφορές που παραθέσαμε καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το μήνυμα της ελληνικής νίκης μεταφέρθηκε στην Αθήνα από τον ημεροδρόμο, αλλά το βέβαιο ιστορικά είναι πως κανείς ποτέ δεν θα μάθει τον αυθεντικό δρόμο που έτρεξε ο αγγελιοφόρος για να φέρει το «νενικήκαμεν» στους Αθηναίους και τούτο γιατί ως σήμερα οι κλασικοί ή μετακλασικοί συγγραφείς το πήραν οριστικά πλέον στον τάφο τους.

Το είδαμε εδώ

Η Ευρώπη χρωστάει την ύπαρξή της στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας


Μετά την κατάληψη του στενού των Θερμοπυλών απ' τους Πέρσες και την λήξη της Ναυμαχίας του Αρτεμισίου χωρίς αποφασιστικό αποτέλεσμα, ο Ελληνικός στόλος εγκατέλειψε την θαλάσσια περιοχή στα Βόρεια της Εύβοιας κατευθυνόμενος προς τις ακτές της Αττικής και έτσι άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση ολόκληρης της Κεντρικής Ελλάδας από τον στρατό του Ξέρξη.

Σ' αυτή την περίσταση ο ρόλος του Θεμιστοκλή υπήρξε οπωσδήποτε αποφασιστικός, κατόρθωσε να πείσει τους Αθηναίους να εκκενώσουν την Αττική με την προστασία του Ελληνικού στόλου ο οποίος αγκυροβόλησε στη Σαλαμίνα για να προστατεύσει αυτήν την επιχείρηση.

Οι δυνάμεις των Αντιπάλων

Για τη δύναμη του Περσικού στόλου οι πηγές μάς δίνουν διάφορες πληροφορίες, ασφαλώς υπερβολικές στο σύνολο τους, όχι όμως και τελείως αντιφατικές.

Ο Αισχύλος στους "Πέρσες" αναφέρει ότι ο εχθρός διέθετε 1.207 πλοία, αριθμό τον οποίο δίνει και ο Ηρόδοτος για τον στόλο όμως που συγκεντρώθηκε στην αρχή της εκστρατείας.

Επειδή όμως μεταξύ αυτού του χρονικού σημείου και της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας οι Πέρσες είχαν για διάφορους λόγους απώλειες της τάξεως των  670 περίπου πλοίων, οι οποίες αναπληρώθηκαν μόνο με 125 νέα, οι δυνάμεις που παρέταξαν στη Σαλαμίνα ήταν περίπου 670 πλοία.

Εάν όμως αφαιρέσουμε τα Περσικά πλοία που περιπολούσαν στην άλλη άκρη της Σαλαμίνας πριν από τη Ναυμαχία τότε η υπεροχή του Περσικού στόλου πρέπει να ήταν 2:1.

Ο Ελληνικός στόλος που αγωνίσθηκε στη Σαλαμίνα υπολογίζεται από τον Ηρόδοτο σε 378 τριήρεις, αν και το άθροισμα των πλοίων που ο ίδιος αναφέρει ανέρχεται μόνο σε 366 τριήρεις.

Απ' αυτές οι Αθηναίοι πρόσφεραν 200, οι Κορίνθιοι 40, οι Αιγινήτες 30, οι Μεγαρείς 20, οι Λακεδαιμόνιοι 16, οι Σικυώνοι 15, οι Επιδαύριοι 10, οι Αμβρακιώτες 7, οι Ερετριείς 7, οι Τροιζήνιοι 5, οι Νάξιοι 4, οι Ερμίονες 3, οι Λευκάδιοι 3, οι Κείοι 2, οι Στυρείς 2, οι Κυθνίοι 1 και οι Κροτωνιάτες επίσης 1.

Σχέδια των Αντιπάλων

Ο Ελληνικός στόλος, μετά την κατάληψη της Αττικής απ' τους Πέρσες, συγκεντρώθηκε σε τρία σημεία: ο κύριος όγκος του στα σημερινά Αμπελάκια, απ' όπου φαίνονταν η Αθήνα παραδομένη στης φλόγες, ένα μικρότερο τμήμα αποτελούμενο από αιγινήτικα πλοία έμεινε να φυλάει την Αίγινα και ένα τρίτο τμήμα κατευθύνθηκε στον Πώγωνα, τον σημερινό Πόρο.

Απ' την άλλη πλευρά ο Περσικός στόλος έπρεπε να βρίσκεται πάντοτε κοντά σε λιμάνια κατεχόμενα από τον Περσικό στρατό, για να τα χρησιμοποιήσει ως βάσεις. Έτσι ο Ξέρξης στάθμευσε στη νότια παράλια της Αττικής έχοντας το στρατηγείο του στο Φάληρο.

Οι Πέρσες, στην προσπάθεια τους να επιτύχουν ευνοϊκή έκβαση του αγώνος, συνέβαλαν το σχέδιο να καταστρέψουν αιφνιδιαστικά τα ελληνικά πλοία που ήταν συρμένα στις αμμουδιές ή αγκυροβολημένα στους κόλπους της ΒΑ ακτής της Σαλαμίνας και σε μια δεύτερη φάση να καταλάβουν τη Σαλαμίνα, που την υπεράσπιζε ένα πολύ μικρό τμήμα του Αθηναϊκού στρατού.

Ενδεχόμενη επιτυχία σ' αυτό το σχέδιο θα τους άνοιγε ασφαλώς το δρόμο για τον Ισθμό και την κατάληψη έπειτα της υπόλοιπης Ελλάδας.

Από την ελληνική πλευρά ο Θεμιστοκλής αντιλήφθηκε αμέσως τα μεγάλα πλεονεκτήματα της θαλάσσιας αμυντικής γραμμής και ιδιαίτερα της Σαλαμίνας.

Το νησί αυτό, το μόνο εδαφικό τμήμα του Αθηναϊκού κράτους που δεν υποδουλώθηκε στους Πέρσες, χρησίμευε ως καταφύγιο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αττικής, ως στρατιωτική βάση στα νώτα του Περσικού στρατού σε περίπτωση προελάσεως από τον Ισθμό και αποτελούσε, με τις προφυλαγμένες από τους ανέμους ακτές του απέναντι από την Αττική, ιδεώδη βάση για το Ελληνικό ναυτικό που κάλυπτε από τη Θάλασσα τον Ισθμό.

Σε μια ή περισσότερες συσκέψεις των αρχηγών των στόλων των πόλεων ο Θεμιστοκλής, επιδεικνύοντας την εξαιρετική μεγαλοφυΐα και το απαράμιλλο σθένος του, κατόρθωσε να κάμψει τις αντιρρήσεις του Κορίνθιου στρατηγού Αδείμαντου και την αναποφασιστικότητα του Λακεδαιμόνιου Ναυάρχου Ευρυβιάδη πείθοντας τους για την καταλληλότητα της θέσεως στη Σαλαμίνα.


Η Διεξαγωγή της Ναυμαχίας

Η ναυμαχία διεξήχθη στις 28 ή 29 Σεπτέμβριου (21-22 Βοηδρομιώνος) του 480π.Χ. Τη νύχτα μίας από αυτές τις μέρες ο Περσικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο με κατεύθυνση προς τα Δυτικά, ενώ τμήμα του Περσικού στρατού αποβιβάσθηκε και κατέλαβε την Ψυτάλλεια με σκοπό, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, την περισυλλογή των Περσών ναυαγών και την εξόντωση των Ελλήνων ναυαγών.

Γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα τα Περσικά πλοία προχωρούσαν κατά μήκος των ακτών της Αττικής με την εξής σειρά: Φοινικικά και Αιγυπτιακά προς το μέρος της Ελευσίνας, κατόπιν τα πλοία της Κύπρου, της Λυκίας και της Παμφυλίας και τέλος προς τον Πειραιά, τα Καρικά και τα πλοία της Ιωνίας.

Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν εγκαίρως τις κινήσεις του Περσικού στόλου από τον Αριστείδη, που ήλθε νύχτα από την Αίγινα. Έτσι οι Πέρσες έχασαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού όταν, σύμφωνα με την περιγραφή του Αισχύλου, άκουσαν ξαφνικά, με την ανατολή του ηλίου, τους ήχους της σάλπιγγας και τον Παιάνα να αντηχεί από όλα τα Ελληνικά πλοία:

"Ω Παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε Πατρίδ', ελευθερούτε δε Παίδας γυναικών, Θεών τε Πατρώων έδη θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών".

(Ω, παιδιά της Ελλάδας, εμπρός για να ελευθερώσετε την πατρίδα, τα παιδιά, τις γυναίκες, τους βωμούς των πατρώων θεών και τους τάφους των προγόνων σας. Τώρα είναι ο υπέρ πάντων αγών) [Παιάνας Σαλαμινομάχων] [[Αισχύλος [Πέρσαι 402-405]]

Είχε λοιπόν ήδη βγει ο ήλιος όταν δόθηκε η διαταγή από τον Ευρυβιάδη, διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων, να αναπτυχθεί ο Ελληνικός στόλος προς την κατεύθυνση των Περσών. Τη δεξιά πτέρυγα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ευρυβιάδης με τις μοίρες της Σπάρτης, της Κορίνθου, της Αίγινας και των Μεγάρων.

Οι τριήρεις των μικρότερων ελληνικών πόλεων τάχθηκαν στο μέσον, ενώ στην αριστερή πλευρά κατέλαβαν θέση με αρχηγό το Θεμιστοκλή, οι Τριήρεις των Αθηναίων.

Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή ενδεχόμενου εγκλωβισμού των Ελληνικών Πλοίων εντός του αγκυροβολίου τους.

Πλέοντας όμως ο Ελληνικός στόλος προς τα εμπρός θα συναντούσε σύντομα τον Περσικό, στο μέσο περίπου του στενού, σε χώρο δηλαδή αρκετά ανοικτό και συνεπώς ευνοϊκότερο για τους Πέρσες, οι οποίοι θα είχαν έτσι την ευχέρεια χρησιμοποιήσεως του συνόλου σχεδόν των πλοίων τους και τη δυνατότητα κυκλωτικών ελιγμών από τα δύο άκρα του Ελληνικού στόλου.

Για να αποτραπεί ακριβώς αυτή η συνάντηση των δύο στόλων στο μέσον του στενού, τα Ελληνικά πλοία ανέκοψαν την πορεία τους προς τα εμπρός κι άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω, κωπηλατώντας ανάποδα προς τη Σαλαμίνα, χωρίς να αναστρέψουν, διατηρώντας σταθερά τις πλώρες προ τον εχθρό, σε τάξη, χωρίς να χαθεί η συνοχή του στόλου, συνεχίσθηκε δε ως μία γραμμή κοντά στις ακτές της Σαλαμίνας, όπου είχαν παραταχθεί οι Αθηναίοι οπλίτες, εκεί ο στόλος παρατεταγμένος σε μέτωπο με στήριγμα προς τα δεξιά την Κυνόσουρα και προς τα αριστερά το σημερινό νησί του Αγίου Γεωργίου, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος κυκλώσεως, σταμάτησε για να συγκρουστεί με τον εχθρό.

Η στενότητα του χώρου και η περιορισμένη έκταση του μετώπου δεν επέτρεπε στους Πέρσες να χρησιμοποιούν στην πρώτη γραμμή περισσότερα πλοία από τα Ελληνικά, τα οποία συνεπώς αντιμετώπιζαν στη σύγκουση ίσο περίπου αριθμό πλοίων έτσι στον αγώνα έπαιζε σημαντικό ρόλο η ανδρεία και η επιδεξιότητα των αξιωματικών και των πληρωμάτων καθώς και η τακτική των αντιπάλων στόλων.

Οι ελεύθεροι πολίτες των Ελληνικών πόλεων στις οποίες η ευψυχία μαζί με την ελευθερία ήταν οι υπέρτατες αξίες, αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών με ανδρεία και αυταπάρνηση που ενέτεινε η μεταξύ τους και μεταξύ των πόλεων άμιλλα.

Αλλά και οι Πέρσες πολεμούσαν με εξαιρετική γενναιότητα, γιατί ήθελαν να φανούν ευάρεστοι στον Ξέρξη, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το όρος Αιγάλεω, αλλά και γιατί φοβόνταν την οργή του αν υστερούσαν.

Έτσι στην αρχή η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη και οι Πέρσες κρατούσαν, μάλιστα στη δεξιά πλευρά οι Ίωνες πίεζαν σοβαρά του Λακεδαιμόνιους και τους Αιγινήτες, οι δε Σάμιοι κυρίευσαν μερικές Ελληνικές τριήρεις.

Όσο προχωρούσε η ώρα άρχισε να επικρατεί η εξαιρετική επιδεξιότητα των Ελληνικών πληρωμάτων και η ανώτερη τακτική των Ελλήνων και πρώτα στο αριστερό μέρος τη Ελληνικής παράταξης, όπου βρισκόταν η ισχυρότατη μοίρα των 200 Αθηναίων τριήρεων έχοντας απέναντι της τα πλοία των Φοινίκων.

Η τακτική των Φοινίκων ήταν κυρίως να πολεμούν ρίχνοντας βροχή βελών και ακοντίων από τα ψηλά καταστρώματα τους καθώς μάλιστα διέθεταν 30 τοξότες σε κάθε πλοίο.

Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι διέθεταν 4 τοξότες και 14 οπλίτες σε κάθε τριήρη, πλεονεκτούσαν όμως στη χρήση του εμβόλου, έτσι εκμεταλλευόμενοι τον κλυδωνισμό των Φοινικικών πλοίων από τον άνεμο και το κύμα, που είχε ως αποτέλεσμα να αστοχούν τα τοξεύματα, ορμούσαν εναντίον τους και είτε έθραυαν τα κουπιά και ακινητοποιούσαν τα εχθρικά πλοία είτε τα κτυπούσαν με τα έμβολα στα πλευρά.

Έπειτα οι Αθηναίοι οπλίτες πηδούσαν στο κατάστρωμα και εξόντωναν τα εχθρικά πληρώματα ή άφηναν τα πλοία να βυθιστούν από τα ρήγματα των εμβόλων.

Ύστερα λοιπόν από την καταβύθιση των πρώτων Φοινικικών πλοίων, η πρώτη γραμμή του Φοινικικού στόλου αποδιοργανώθηκε και τα πλοία άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, άλλα προς τις απέναντι ακτές της Αττικής κι άλλα προς τα ανατολικά, πολλά όμως δεν κατάφεραν να απομακρυνθούν γιατί στην προσπάθεια τους αυτή συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και βυθίστηκαν.

Σε λίγο η ταραχή και η σύγχυση μεταδόθηκε στο κέντρο και το αριστερό μέρος του Περσικού στόλου, διότι οι Αθηναϊκές τριήρεις, διαθέσιμες μετά την κατανίκη των Φοινίκων άρχισαν να επιτίθενται προς τα εκεί.

Η ναυμαχία εξελίχθηκε τότε ραγδαία σε βάρος των Περσών και σε λίγο και ο υπόλοιπος Περσικός στόλος, που είχε συνθλιβεί στην Περιοχή του στενού προς την Κυνόσουρα και τη ΝΑ έξοδο, άρχισε, να τρέπεται σε φυγή με κατεύθυνση το Φάληρο, ενώ καταδιώκονταν από τον Ελληνικό στόλο.

Η καταδίωξη εξακολούθησε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, "μέχρι δείλης".

Προς το τέλος της Ναυμαχίας, ο Αριστείδης, με Αθηναίους οπλίτες από τους παρατεταγμένους στην ακτή της Σαλαμίνας, αποβιβάσθηκε στην Ψυτάλλεια και εξόντωσε την εκεί απομονωμένη Περσική φρουρά.

Η σημασία της μάχης - Οι παράγοντες της Νίκης

Η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας υπήρξε μέγιστη διότι προκάλεσε την κατάρρευση του ηθικού της Περσικής ηγεσίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εγκαταλείψει ουσιαστικά τον αγώνα, αν και διέθετε ακόμα υπερτριπλάσιο σχεδόν στόλο από το Ελληνικό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το βράδυ της επόμενης της μάχης ο Ξέρξης, επικεφαλής του Περσικού στόλου φοβούμενος μήπως οι Έλληνες πλεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέφοντας τις γέφυρες που είχε κατασκευάσει, τον αποκλείσουν στην Ευρώπη, απέπλευσε από το Φάληρο και παραπλέοντας τις ακτές κατευθύνθηκε προς Βορρά.

Οι κυριότεροι παράγοντες της Ελληνικής νίκης στην Σαλαμίνα ήταν οι εξής: 

Το γεγονός ότι οι Πέρσες παρασύρθηκαν να ναυμαχήσουν σε θαλάσσια περιοχή που είχε επιλέξει ο αντίπαλος γιατί παρουσίαζε εξαιρετικά πλεονεκτήματα για αυτόν, η στενότητα του χώρου εξουδετέρωνε την αριθμητική υπεροχή του Περσικού στόλου, ενώ αντίθετα ήταν ιδεώδης για τον Ελληνικό στόλο.

Παρασύρθηκαν οι Πέρσες γιατί είχαν ανάγκη να συντρίψουν τον Ελληνικό στόλο ώστε να μπορούν τα δικά τους πλοία να παραπλεύσουν απερίσπαστα τις Ελληνικές ακτές, για να εφοδιάζουν τον Περσικό στρατό και να ενεργεί αποβάσεις στα μετόπισθεν των Ελληνικών αμυντικών γραμμών.

Οι Πέρσες υποτίμησαν τον αντίπαλο και εκτίμησαν εσφαλμένα τις μαχητικές δυνατότητες και τις προθέσεις του.

Η κατάλληλη στρατηγική του Ελληνικού στόλου στη Ναυμαχία, όπως τον συνέλαβαν και εφήρμοσαν ο Θεμιστοκλής και οι λοιποί Έλληνες Ναύαρχοι.

Τέλος, ο ζήλος και η ανδρεία όλων των Ελλήνων που αγωνίσθηκαν στη Σαλαμίνα.

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας έληξε με θρίαμβο των Ελλήνων, πέρασε γρήγορα στο θρύλο, έγινε θέμα για τους ρήτορες και τους μεγάλους τραγικούς (οι Φοίνισσες του Φρυνίχου και οι Πέρσες του Αισχύλου έχουν ως σημείο αναφοράς τη νίκη των Ελλήνων), αποτέλεσε δίδαγμα για τους λαούς και καθιερώθηκε ως η αφετηρία όχι μόνο της Ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας Ναυτικής ιστορίας.

Εκείνο που έγραψε ο Πλούταρχος στο βίο του Θεμιστοκλή, "Ουθ  Έλλησιν ούτε βάρβαρος ενάλιον έργον είργασται λαμπρότερον", μπορούμε ανεπιφύλακτα να το επαναλάβουμε και σήμερα.

Το είδαμε εδώ