BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οι εκτοπισμοί στον Πόντο και η εξολόθρευση ενός ολόκληρου λαού - Βιασμοί γυναικών, κάψιμο και λεηλασίες περιουσιών



Έχουν περάσει 100 χρόνια περίπου και οι πληγές της Γενοκτονίας των προγόνων μας αιμορραγούν ακόμα. Ήταν τόσο βαθιές που δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε τα τραγικά γεγονότα της θηριωδίας των Τούρκων.

Η ιστορία των εκτοπισμών ξεκίνησε με την έκρηξη του πολέμου το 1916 και συνεχίστηκε μέχρι το 1924,κράτησε οκτώ χρόνια. Οι Έλληνες Πόντιοι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για λόγους δήθεν στρατιωτικής ασφαλείας,στην πραγματικότητα όμως γιατί ήθελαν να τους αφαιρέσουν τη ζωή και κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία. 

Οι εκτοπισμοί της πρώτης φάσης ξεκίνησαν σε όλο τον Πόντο τέλη Απριλίου του 1916, μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, και φούντωσαν το χειμώνα του 1916-1917.Αρχίζει το μακελειό.Ο θάνατος περιοδεύει πάνω από τις πανάρχαιες εστίες.

Τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1916 καίγονται χωριά, εκκλησίες, σχολεία. Γυναίκες βιάζονται, περιουσίες λεηλατούνται.

Ξεκινούν εκτοπισμοί, προορισμός ο θάνατος.Ταλαάτ πασάς και Εμβέρ πασάς είναι οι απηνείς διώκτες των Ποντίων και ο κακός τους δαίμονας.

Είχαν υποσχεθεί στους Αμερικανούς να μην εξορίσουν τα παιδιά και τις γυναίκες,αλλά την επόμενη μέρα 31 Ιανουαρίου 1917 ο Ταλαάτ πασάς δηλώνει:«Βλέπω να πλησιάζει η ώρα να ξεκαθαρίσουμε τώρα με τους Έλληνες,όπως το 1915 με τους Αρμένιους».

Ο χειμώνας του 1917 ήταν πολύ βαρύς. Μέσα σε βαριά κακοκαιρία και χιόνια εκτοπίζονται χιλιάδες Πόντιοι στα βάθη της Μικράς Ασίας χωρίς να ξέρουν τον τόπο του εκτοπισμού τους. 

Οι τόποι των εκτοπισμών βρίσκονταν σε απάτητα και χιονοσκεπή βουνά σε απόσταση πολλών ημερών και βδομάδων ακόμα από τον τόπο της κατοικίας τους. Πριν προλάβουν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εφορμούσαν σαν πεινασμένα όρνια οι τσέτες, οι στρατιώτες, οι χωροφύλακες και έκαναν πλιάτσικο περιουσιών και ζωών. 

Λεηλατούσαν τα σπίτια μπροστά στα μάτια των Ποντίων που ακόμα δεν είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και στη συνέχεια τους έβαζαν φωτιά. 

Οι εκτοπισμένοι φορτώνονταν στη ράχη τους λίγα χρειώδη και αναχωρούσαν για το «πουθενά». Κλάματα,σπαραγμοί και θρήνοι. Παρακάλια από τους εκτοπισμένους, γέλια,ειρωνείες,βαρβαρότητες από τους Τούρκους.

Αναχωρούσαν με τη συνοδεία των τζεντερμέδων μήπως και διαφύγει κάποιος και σωθεί. Οι γέροι, τα μωρά και οι άρρωστοι άφηναν την τελευταία τους πνοή εκεί στα άξενα μέρη.Πεινασμένοι,διψασμένοι,κατάκοποι δεν ήξεραν πού τους πάνε και ποιά θα ήταν η τύχη τους.Οι ταλαιπωρημένοι και άρρωστοι εγκαταλείπονταν στους δρόμους χωρίς γυρισμό.Δεν επέτρεπαν στους οικείους τους να τους βοηθήσουν.Πέθαιναν μόνοι τους ή τους σκότωναν οι συνοδοί χωροφύλακες.Υπάρχει πιο απάνθρωπη συμπεριφορά από αυτήν;Να βλέπεις το δικό σου άνθρωπο να σε ικετεύει να μην τον εγκαταλείψεις και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα.Θλιβερό το θέαμα των μανάδων που θήλαζαν τα βρέφη νεκρές και άταφες με τα μωρά να βυζαίνουν μέχρι να πεθάνουν και αυτά από πείνα.

Οι όμορφες γυναίκες και τα κορίτσια βιάζονταν και εξευτελίζονταν μπροστά στα μάτια των συζύγων ή των πατεράδων τους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν.

Πολλές φορές οι οικείοι τους τις μουντζούρωναν και τις λέρωναν ή τους φορούσαν κουρέλια για να κρύψουν την ομορφιά τους.

Οι κάτοικοι των περιοχών από όπου περνούσαν αντιμετώπιζαν την ποινή θανάτου,αν τολμούσαν να ελεήσουν τα δύστυχα καραβάνια.Πολλοί πέθαιναν στον δρόμο μην αντέχοντας πια την εξαθλίωση.

Η πείνα,η δίψα,το τσουχτερό κρύο εκείνου του χειμώνα,ο ψυχικός πόνος και η απογοήτευση τσάκισαν τους περισσότερους.

Όσοι άντεξαν έφταναν στα κέντρα συγκέντρωσης της Τοκάτης,της Κάβζας,της Αμάσειας και της Ερπαά.Στους τόπους συγκέντρωσης τους περίμεναν νέες ταλαιπωρίες και βάσανα.

Τους έβαζαν μέσα σε λουτρώνες όλους μαζί και όταν έβγαιναν ζεστοί και αχνιστοί,περίμεναν μέσα στο παγερό ψύχος τα ρούχα τους και τους γιατρούς.Ρούχα και γιατροί αργούσαν επίτηδες.

Το αποτέλεσμα ήταν να αρρωσταίνουν από το κρύο.Τους πήγαιναν στο Νοσοκομείο,από το οποίο βέβαια δεν έβγαιναν ποτέ,παρά μόνον νεκροί. 

Η μέθοδος του «λουτρού» είναι μια από τις μεθόδους της λεγόμενης Λευκής Γενοκτονίας.Η μέθοδος αυτή επαναλαμβανόταν και στους επόμενους σταθμούς μέχρις ότου πέθαιναν όλοι.

Ήταν μια ασφαλής μέθοδος.Με αυτόν τον τρόπο εκτοπίστηκαν τα τρία τέταρτα της επαρχίας Ροδοπόλεως, ολόκληρη η επαρχία Χαλδείας,ολόκληρη η επαρχία Κολωνίας (στην οποία ανήκει και το Επές με τα 18 χωριά του),οι επαρχίες Αμάσειας και Νεοκαισάρειας σε βάθος εβδομήντα χιλιομέτρων.

Η περιοχή της Κολωνίας,γνώρισε τη βαρβαρότητα σε όλο της το μεγαλείο. Οι κάτοικοι όχι μόνον εκτοπίστηκαν,αλλά σφάχτηκαν και οι γυναίκες βιάστηκαν μπροστά στους άντρες τους.Οι εκκλησίες χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι ασέλγειας.Τα όμορφα κορίτσια και αγόρια στάλθηκαν στα χαρέμια και εξισλαμίστηκαν. 

Τα πτώματα απαγορεύονταν να θάβονται και έμεναν βορά στα σκυλιά και τα όρνεα.Το σχέδιο εξόντωσης των κατοίκων της μαρτυρικής περιοχής ήταν του Ασάφ Βέη και του Φαζήλ,με βοηθούς τον Ταπάν Ογλού Χαλήλ και τον Σερήφ.

Τον Μάρτιο του 1917,όσοι επέζησαν,γυρίζουν στα χωριά τους.Τους περίμενε όμως ο αιμοδιψής Τοπάλ Ογλού Χαλήλ και έριξε εναντίον τους 8 ποιμενικούς μολοσσούς που τους κατασπάραξαν.Αναγκάστηκαν αυτή την φορά να φύγουν μόνοι τους στο Τοκάτ, την Κερασούντα και τα Κοτύωρα. 

Οι εκτοπισμοί απλώνονται σε όλο τον Πόντο.Οι κάτοικοι της Τρίπολης εκτοπίζονται 16 Νοεμβρίου του 1916,της Σαμψούντας 26 Δεκεμβρίου,3 Ιανουαρίου 1917 της Πάφρας,της Τραπεζούντας 4 Φεβρουαρίου 1917,της Σινώπης 23 Ιουνίου 1917.Το τέλος του Α΄Παγκοσμίου πολέμου βρίσκει τους Έλληνες του Πόντου αποδεκατισμένους.

Μετά την αποχώρηση των Ρώσων από την Τραπεζούντα το 1918 και την υπογραφή της συνθήκης του Μούδρου, όσοι εξόριστοι επέζησαν, επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ο Τοπάλ Οσμάν, όταν υπογράφτηκε η ανακωχή, εγκατέλειψε το φρικαλέο έργο του και ανέβηκε στα βουνά καραδοκώντας για νέα ευκαιρία. 

Στην πρώτη αυτή φάση εκτοπίστηκαν 258674 χιλιάδες Πόντιοι.Από αυτούς χάθηκαν το 60-70% από τις γεωργικές περιοχές και 40-60% από τις πόλεις. Αυτοί διαθέτοντας περισσότερα χρήματα εξαγόραζαν τη ζωή τους.

Μετά τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και την ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβριο του 1918 όλοι οι επιζήσαντες εκτοπισμένοι επιστρέφουν στις εστίες τους. Πίστεψαν ότι τελείωσαν πια τα βάσανα τους και αρχίζει μια νέα ειρηνική περίοδος. Δεν φαντάζονταν σε καμιά περίπτωση ότι πολύ σύντομα θα τα χάσουν όλα. 

Η μεγάλη νίκη των συμμάχων αναπτέρωσε τις ελπίδες τους ότι ήρθε επιτέλους η πολυπόθητη ώρα της δικαίωσης και της ελευθερίας τους.Τα μισητά πρόσωπα Ταλαάτ, Εμβέρ,Τζαβήτ έφυγαν στο εξωτερικό για να γλυτώσουν. 

Ο πιο αιμοβόρος και μισητός από όλους αυτούς ο Ταλαάτ δολοφονήθηκε στη Ρώμη από έναν Αρμένιο,γιατί αυτός ήταν που έδωσε την εντολή για τη σφαγή των Αρμενίων το 1915.

Μετά τη συνθήκη του Μούδρου έχουν την προστασία του κράτους και συνεχίζουν την ειρηνική τους ζωή. Οι μητροπολίτες,οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί με βία, επανέρχονται στις μητροπόλεις τους. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Γερμανός Καραβαγγέλης. Όλα έδειχναν ότι το μέλλον είναι πολύ αισιόδοξο για τους Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας.

Στις 26 Δεκεμβρίου του 1919 ο Κεμάλ σχηματίζει κυβέρνηση στην Άγκυρα,αντίθετη στον Σουλτάνο,τον οποίον θεωρεί υποχείριο των Αγγλογάλλων.

Τον Απρίλιο του 1920 αυτοανακηρύσσεται πρόεδρος και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και κηρύσσει αγώνα εναντίον του ελληνικού στρατού, που εν τω μεταξύ προελαύνει στη Μικρά Ασία. 

Ξεκινούν νέες εκτοπίσεις,χειρότερες από τις πρώτες.

H δεύτερη και πιο απάνθρωπη φάση της γενοκτονίας εξυφάνθηκε στη μεγάλη εθνοσυνέλευση της Άγκυρας τον Μάιο του 1922.Αποφασίστηκε η ολική εξολόθρευση των Ελλήνων του Πόντου,όσοι είχαν απομείνει από αυτούς.Τα μεσάνυχτα στις 25 Μαΐου του 1922 άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου. Στη Μαλάτεια εκείνη την εποχή είχαν απομείνει 4265 γυναικόπαιδα. Η συγκέντρωση στη Μαλάτεια εξόριστων από όλες τις περιοχές του Πόντου είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς.

Τον Σεπτέμβριο του 1921 οι συγκεντρωμένοι εξόριστοι υπολογίζονται περίπου σε δέκα χιλιάδες. Προέρχονταν από την Αμάσεια, Μερζιφούντα, Κιουμούς Μαντέν, Επές, Τοκάτη, Ζίλε, Κασταμονή και άλλες περιοχές.

Η Μαλάτεια ήταν η αρχαία ελληνική πόλη Μελιτίνη.Εύφορη, με μεγάλη εμπορική κίνηση,την εποχή εκείνη είχε πληθυσμό 25 χιλιάδες κατοίκους. Στη Μαλάτεια σφαγιάσθηκαν 40 χιλιάδες Αρμένιοι. Την εποχή του εκτοπισμού των Ποντίων στην περιοχή 9 χρόνια μετά,είδαν Τούρκους και Κούρδους να σκάβουν τα χώματα και να ψάχνουν κρανία για να τους πάρουν τα χρυσά δόντια. 

Προτού ξημερώσει η μέρα οι τζεντερμέδες περικύκλωσαν τα γυναικόπαιδα και με συνοδεία τα αποστέλλουν στις πορείες θανάτου. Η εντολή είναι πάνε 500 χιλιόμετρα μακριά. Μέσα από τα απόκρημνα βουνά του Χαρπούτ οδεύουν για το Ντιαρμπεκίρ και από εκεί για το Μπιτλίς. Οι αποστολές εκτελούνταν με πολύ μεγάλη αυστηρότητα.

Οι εκτοπισμοί σταμάτησαν ξαφνικά στις αρχές Ιουνίου του 1922.Οι νέες εντολές ήταν να σταματήσουν οι εκτοπισθέντες όπου και αν βρίσκονταν. ΄Ετσι σταμάτησαν την πορεία τους και εγκαταστάθηκαν άλλοι στο Χαρπούτ, άλλοι στα Άργανα, άλλοι στο Ντιαρμπεκίρ.

Όσοι απόμειναν από τους εκτοπισθέντες τράβηξαν για Χαλέπι,μετά από μήνες βρέθηκαν στον Λίβανο και από εκεί με σαπιοκάραβα διοχετεύτηκαν ως κοπάδια από κτήνη στα Λοιμοκαθαρτήρια.

Της Παναγιώτας Ιωακειμίδου*

* H Παναγιώτα Ιωακειμίδου ειναι εκπαιδευτικός και ασχολείται διεξοδικά με θέματα που αφορούν την ιστορία και τον πολιτισμό του Ποντιακού Ελληνισμού.

protothema.gr

Σπάνιο μπλε διαμάντι των 6,7 εκατομμυρίων κατέληξε σε άγνωστο αγοραστή!


Ένα σπάνιο μπλε διαμάντι, που τους τελευταίους τρεις αιώνες άλλαζε χέρια σε βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, πουλήθηκε σε δημοπρασία στη Γενεύη έναντι 6,7 εκατομμυρίων δολαρίων.

Το Farnese Blue είχε δοθεί ως γαμήλιο δώρο στην Elizabeth Farnese, κόρη του Δούκα της Πάρμας, στον γάμο της με τον Φίλιππο τον 5ο της Ισπανίας το 1715.

Στη συνέχεια πέρασε χέρι με χέρι από γενιά σε γενιά, «ταξιδεύοντας» από την Ισπανία στη Γαλλία, την Ιταλία και την Αυστρία.

Το διαμάντι των 6.1 καρατίων ήρθε στο φως στο φημισμένο ορυχείο Golconda της Ινδίας.

Πουλήθηκε έπειτα από μόλις τέσσερα λεπτά στη δημοπρασία του οίκου Sotheby's, ξεπερνώντας εύκολα την εκτίμηση των 3,5 - 5 εκατ. δολαρίων, που αναμενόταν να πιάσει.

«Περιμέναμε ένα καλό αποτέλεσμα, αλλά αρχίσαμε από τα 3,5 εκατ. και φτάσαμε στα 6,7, οπότε ξεπεράσαμε τις προσδοκίες μας» δήλωσε εκπρόσωπος του Sotheby's.

Σύμφωνα με το BBC, το διαμάντι κοσμούσε κάποτε την τιάρα της Μαρίας Αντουανέτας.

Η ταυτότητα του νέου ιδιοκτήτη δεν έχει γίνει γνωστή.

Η Ελλάδα του ΄50 και του '60 που στάθηκε όρθια (Video)


Ανθη της πέτρας, η  χώρα του Κώστα Μπαλάφα. Μέσα από τις εκπληκτικές φωτογραφίες του γυρνάμε στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 και του 1960. 

Σε μια Ελλάδα που αντιμετώπιζε πολλές και μεγάλες δυσκολίες. Αλλά που κατάφερε με την υπερήφανη προσπάθειά της να σταθεί όρθια και να προχωρήσει μπροστά. Πρέπει ίσως να κοιτάμε πια συχνότερα πίσω για να θυμόμαστε ότι οι παππούδες και οι πατεράδες μας πέρασαν πολύ δυσκολότερα και μπόρεσαν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Κάποιοι να μεγαλουργήσουν.






“Θεωρώ χρέος κάθε καλλιτέχνη, σ’ οποιοδήποτε τομέα της τέχνης κι αν ανήκει, ότι έχει μια υποχρέωση, πέρα από κάθε προσωπική αναζήτηση στην τέχνη, να καταχωρήσει στο έργο του τον τόπο του, και την εποχή του. Είναι μια υποχρέωση προς την ίδια την ιστορία, αν θέλετε, γιατί ότι ξέρουμε από παλιότερους πολιτισμούς, το μαθαίνουμε από υπολείμματα της τέχνης που διέσωσε η μυλόπετρα του χρόνου κι ότι σμιλεύτηκε στην πέτρα, ότι χαράκτηκε σε εικόνα ή ότι καταχωρήθηκε ποιητικά στην ιστορία”.

(Κώστας Μπαλάφας)

Ο Κώστας Μπαλάφας από το 1945 μέχρι το 1951 εργάστηκε ως διερμηνέας, επειδή γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα, σε μία βρετανική ομάδα μηχανικών, που έκανε αποκαταστάσεις συγκοινωνιών μετά τον πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα και γλίτωσε από το κυνηγητό και το δρόμο της εξορίας.

Το 1948, η ομάδα των μηχανικών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Εκεί ο Μπαλάφας μπόρεσε ν’ ασχοληθεί παράλληλα με την τέχνη-επιστήμη που είχε σπουδάσει, τη γαλακτολογία. κάνοντας καλλιέργειες σ’ ένα βιολογικό εργαστήρι στην οδό Σωκράτους. Η επιθυμία του να σταδιοδρομήσει μελετώντας τις κλινικές ιδιότητες του γάλακτος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Παστέρ με υποτροφία δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω των μη «εθνικοφρόνων» πολιτικών του πεποιθήσεων .

Το 1951, με κριτήριο τα προσόντα του, προσλήφθηκε από την αμερικανική εταιρεία Ebasco, η οποία πέρασε το 1955 στην τότε νεοϊδρυθείσα ΔΕΗ, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Ανατυπώσεων.

“Ο Κώστας Μπαλάφας υπήρξε ερασιτέχνης φωτογράφος, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης: εραστής της τέχνης. Χωρίς ποτέ να έχει ωφελιμιστική σχέση με το έργο του, εργάστηκε άοκνα με τη μαστοριά της ψυχής του, ώστε να αιχμαλωτίσει με τον φακό του, “εικόνες που τις τρώει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός”, όπως έλεγε ο ίδιος” .

Φωτογράφισε απ’ άκρη σ’ άκρη τη χώρα μας, δημιουργώντας σπάνια λευκώματα με φωτογραφίες για τα Μετέωρα, τα νησιά και το Άγιον Όρος κ.α. . Οι φωτογραφίες του για την ιδιαίτερη του πατρίδα, όμως, την Ήπειρο, αυτή τη γη τη ματωμένη και περήφανη που την περπάτησε σπιθαμή προς σπιθαμή, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία μιας Ελλάδας που χάθηκε οριστικά και συνιστούν παρακαταθήκη για τη διάσωση της μνήμης στις νεότερες γενιές που συχνά υφίστανται από το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας ένα είδος ιστορικής λωβοτομής.

Ο Κώστας Μπαλάφας περιδιαβαίνει την τραχιά ηπειρώτικη γη την εποχή που η Ελλάδα προσπαθεί μέσα από τις στάχτες της Κατοχής και του Εμφύλιου, με πεσμένο το ηθικό, να επιβιώσει. Ο φωτογραφικός του φακός αποτυπώνει τον αγώνα των ανθρώπων των ρημαγμένων από τις κακουχίες, των ανθρώπων που πάσχιζαν με όση δύναμη τούς είχε απομείνει να ορθοποδήσουν. Στο σκοτεινό του θάλαμο εμφανίζονται ένας-ένας βασανισμένοι τσοπάνηδες και αγρότες να παλεύουν με την αβάσταχτη φτώχεια, με λιγοστό ακόμα και το καλαμποκίσιο ψωμί, για προκοπή κι αξιοπρέπεια χωρίς να εγκαταλείψουν την πατρική γη. Το παιδί, και αυτό, είναι το θέμα που δεν χάνεται από το προσκήνιο, σαν το βλαστάρι του κοινωνικού κορμού.

Όσο όμως κι αν φωτογράφισε με ανεπανάληπτο τρόπο την ηπειρώτικη ενδοχώρα η αγορά ήταν για εκείνον το πιο ενδιαφέρον σημείο μέσα στην πόλη, γι’ αυτό και την φωτογράφισε διεξοδικά όλα τα στάδιά της κατά τη διάρκεια της ημέρας: “τη μεταφορά των προϊόντων, το άπλωμα της πραμάτειας, τις συναλλαγές, το αντάμωμα των ανθρώπων. Σεβόμενος βαθιά τον καθημερινό αγώνα για αξιοπρέπεια, ο Μπαλάφας “εισχωρούσε” στην ζωή τους και αναδείκνυε, μέσα από τις εκφράσεις των προσώπων, τα συναισθήματά τους”.

“Μου αρέσει να πλησιάζω τον κόσμο της καθημερινότητας, τον κόσμο της εργατιάς και της αγροτιάς, τον κόσμο του μόχθου και προπαντός τον δουλευτή της γης…” (Κώστας Μπαλάφας)

“Κυρίως η αγορά έχει περισσότερο πονεμένο κόσμο”, θα εκμυστηρευθεί ο σπουδαίος αυτός αυτοδίδακτος φωτογράφος. “Ακόμη ο Emerson έλεγε στους φοιτητές του: “Από την αγορά θα πάρετε μαθήματα∙ η αγορά και όχι το σχολείο… εκεί είναι το σπίτι του καλλιτέχνη”.

Ιδιαίτερα τη Μεγάλη Εβδομάδα κατέβαιναν απ’ τα χωριά πεζοπορώντας πέντε και δέκα ώρες δρόμο μ’ ένα αρνί στην πλάτη για να το πουλήσουν και με τα χρήματα που θα παίρναν, να πάρουν κάτι για τα παιδιά τους. Οι αστοί κάτω τους αφήναν και εξουθενώνονταν από την πείνα και την κούραση και κοιτάζαν να τους τα πάρουν όσο-όσο” .

“Πέτυχα αυτόν τον άνθρωπο”, θα πει ο Κώστας Μπαλάφας για την επόμενη φωτογραφία του, “ακριβώς την ώρα που το παζάρευε, του ‘δωσε ένα κατοστάρικο. “Έλα και πολλά σου δίνω”, του λέει, δώσε μου ένα τάλιρο, και ο φουκαράς του λέει: “Που να τα βρω;” και αποχωρίζεται με τόσο πόνο το αρνί του… μόνο που δεν κλαίει”.

Στην παραδοσιακή κτηνοτροφία, πάντρεψε φωτογραφικά τον άνθρωπο με τη φύση. Οι βοσκοί, που με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους διένυαν τεράστιες αποστάσεις και με μεγάλη ευκολία έστηναν και διέλυαν νοικοκυριά για να ξεχειμωνιάσουν, έχουν φόντο τα βουνά και τα λιβάδια που για τα ζώα τους και τους ίδιους ήταν πηγή ζωής. Πολλά ακόμα επαγγέλματα αποτύπωσε με τον φακό του, καθώς ο άνθρωπος και τον κάματο του για επιβίωση, προκοπή και αξιοπρέπεια αποτέλεσαν το μέγιστο ενδιαφέρον στα θέματά του .

Ξέρετε, αυτή η φωτογραφία”, θα εκμυστηρευτεί για την επόμενη φωτογραφία μπροστά τον φακό ο Κώστας Μπαλάφας, “μ’ ενθουσιάζει περισσότερο, γιατί δείχνει ακριβώς τον αγώνα της ζωής στις μικρές πόλεις της επαρχίας.

“Αυτή η γυναίκα κατεβαίνει απ’ τ’ Άγραφα”, θα πει για την επόμενη φωτογραφία ο Κώστας Μπαλάφας, “για να δουλέψει τον χειμώνα στα πορτοκάλια και τις ελιές κάτω στον κάμπο έχοντας το παιδάκι της και το γουρούνι της και παλεύοντας με την πέτρινη μοίρα τους. Αυτή η γυναίκα είχε να περπατήσει κάπου 80-90 χιλιόμετρα. Φανταστείτε πού θα έμενε το βράδυ, πού θα ζούσε, τί θα έτρωγε… Για μια στιγμή την είδα να γυρίζει πίσω στο παιδάκι και να του λέει: “Μαργώνεις, καμάρι μου;”, δηλαδή κρυώνεις; Κι όμως είναι αυτός ο κόσμος που κράτησε με πείσμα στον τόπο τη ζωή” .

«Αυτές οι γυναίκες, μόνες σε δύσκολους καιρούς”, έγραψε το 2008 ο Κώστας Μπαλάφας. “καλλιεργούσαν με το τσαπί την άγονη γη, θαρρείς πως στύβαν με τα δυο τους χέρια το λιγοστό τους χώμα και το πότιζαν με ιδρώτα για να το κάμουν να καρπίσει. Κι άλλοτε από τα χαράματα ξημέρωναν στην αγορά ζαλιγκωμένες τη λιγοστή πραμάτεια, φρούτα και λαχανικά, να τα πουλήσουν και να οικονομήσουν τα απαραίτητα για να σπουδάσουν παιδιά και να ανδρώσουν οικογένεια… Να παραδώσουν χρήσιμους ανθρώπους στην κοινωνία, να επαίρονται για την καταγωγή τους. Μάνες υπέροχες, μια ολάκερη ζωή να παλεύουν με την πέτρινη μοίρα τους» , για να χτίσουν το μέλλον που ξαναγεννάει την ελπίδα, το απαραίτητο οξυγόνο της καθημερινότητας, μιας και, όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος, «χωρίς την ελπίδα δε θα βρούμε το ανέλπιστο».

Η σεμνότητά του, το ήθος και το ταλέντο του εμποτίζουν τις δημιουργίες του . Όσο για την εμμονή στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, εκεί η φιλοσοφία του είναι καταλυτική: «Η εικόνα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας είναι λιτή και εκφραστική. Με το χρώμα μπερδεύονται φλύαρα στοιχεία. Το ασπρόμαυρο καρέ διακρίνεται απ’ την αφαίρεση και πλησιάζει περισσότερο προς την πραγματικότητα και την ακρίβεια» .

Όπως σημειώνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου στον κατάλογο της έκθεσης: «Κώστας Μπαλάφας, Φωτογραφικές μνήμες από τη Σύγχρονη Ελλάδα: «Ο Κ. Μπαλάφας είναι ένας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης, αφ’ ενός γιατί ο λαός είναι ο βασικός πρωταγωνιστής των φωτογραφιών του, αφ’ ετέρου γιατί σ’ αυτόν κυρίως απευθύνεται αυτό το έργο. Εκτός από ανεξάντλητη πρώτη ύλη δηλαδή, οι άνθρωποι του λαού αποτελούν και τον τελικό αποδέκτη του έργου του. Η θεματική του έργου του, με ελάχιστες ίσως μικρές παρενθέσεις, είναι αξιοσημείωτα συνεχής και συνεπής και υπήρξε κατά βάση η καταγραφή της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας σε κάθε της έκφανση. Η Ελλάδα, όμως, μέσα από τις φωτογραφίες του Κ. Μπαλάφα δεν είναι γραφική, καρτ – ποσταλική , επιδερμικά ιστορική ή απλά μια γεωγραφικά προνομιακή χώρα. Είναι ένας ζωντανός παλλόμενος τόπος γεμάτος συγκρούσεις, ανακαλύψεις, αντιθέσεις…».

Από την άλλη πλευρά ο Κώστας Μπαλάφας “περιδιαβαίνοντας την ύπαιθρο, στάθηκε μάρτυρας της λαϊκής μαστοριάς των τεχνιτών της πέτρας. “Γνώρισε την ηπειρώτικη μαστοράντζα με τα αυλακωμένα πρόσωπα και τα ροζιασμένα χέρια, που δούλεψαν κι έχτισαν πέτρινα γιοφύρια και όμορφα αρχοντόσπιτα με το μεράκι και την ευαισθησία της αρμονίας και της ομορφιάς δεμένα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε χώρου σε απόλυτη ισορροπία με το περιβάλλον” .

Σε όλες αυτές τις φωτογραφικές του διαδρομές o Κώστας Μπαλάφας είχε δύο μόνιμους “συνοδοιπόρους”: τον βαρύ καιρό και την κρατική Ασφάλεια…

“Συννεφιά ή ομίχλη συνοδεύουν τα επιβλητικά τοπία των ηπειρώτικων βουνών” με πανύψηλες κορφές, βαθιές χαράδρες και απότομες βουνοπλαγιές, που του δίνουν μια σπάνια φυσική ομορφιά και υποβλητική στιβαρότητα” (φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας) .

“Κωμικοτραγικές ιστορίες και άπειρα γεγονότα έχει να διηγείται σχετικά με την παρακολούθηση και τον «υπερβάλλοντα ζήλο» των οργάνων της κρατικής εξουσίας απέναντί του. Ένα χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής αυτής είναι αυτό που συνέβη στο χωριό Μεταξάδες της Κοζάνης, όπου ο Κώστας Μπαλάφας είχε πάει με σκοπό τη φωτογράφηση: “ο εκεί ενωμοτάρχης, σταθμάρχης χωροφυλακής, έγραφε στη λεπτομερή αναφορά του προς την προϊσταμένη του Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, για τη δραστηριότητα του φωτογράφου: «Αποθανάτιζε ποίμνιο αιγών και αποσαθρωμένην οικίαν…» Συντηρητισμός και στενοκεφαλιά σε όλο τους το μεγαλείο! ”

Το 2008 ο Κώστας Μπαλάφας δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά και 60 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους , στις οποίες κατέγραψε την καθημερινότητα σε ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα .

agonaskritis.gr


Η ιστορική σχέση του ανθρώπου με τους κρυστάλλους


Η σχέση του ανθρώπου με τους κρυστάλλους  χάνεται στα βάθη της προϊστορίας.  Ήδη, από τη Λίθινη Εποχή, βρίσκουμε ενδείξεις στους τάφους των προγόνων μας πως ορισμένα ορυκτά είχαν γι’ αυτούς μεταφυσική ή μαγική σημασία.

  Είναι ολοφάνερο πως η ομορφιά κάποιων φυσικών  κρυστάλλων (αφού ασφαλώς δεν μπορούσε να γίνεται τότε λόγος για κάποια κατεργασία) τους γοήτευε και τους έκανε να θεωρούν αυτά τα πετράδια αληθινό θησαυρό. 

Η ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα



Αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και  πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. 

Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.

Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του '21.

 Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. 

Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. 
Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. 

(Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)

Η oμιλία

Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των.

 Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. 

Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. 

Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. 

Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη.

Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. 

Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. 

Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. 

Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του.

Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. 

Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει.

 Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. 

Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!


Σκέψεις του στρατηγού Μακρυγιάννη


…Χάριτες μεγάλες χρωστάγει η πατρίδα ‘σ όλους τους ευεργέτες κατεξοχή ‘σ αυτούς τους γενναίους κι’ αγαθούς άντρες. 

Ότι αυτείνοι, αφού οι συνεισφορές τους ήταν κι’ όντως μεγάλες και μας ανάστησαν εις τα δεινά μας, δεν θυσίασαν ποτές δόλο κι’ απάτη, να κατατρέχουν πεθαμένους ανθρώπους οι ζωντανοί και οι αντρείγοι˙ δεν θέλουν την γης και την θάλασσα να την ρουφήσουν αυτείνοι, να μην ζήσουν άλλοι δυστυχείς και κατασκλαβωμένοι και καταφρονεμένοι τόσους αιώνες. 

Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να τους αναστήση, οι άνθρωποι τους καταπολεμούν να τους φάνε, να τους χάσουνε, να τους σβύσουνε να μην ξαναειπωθούν Έλληνες. Και τι σας έκαμεν αυτό τ’ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; 

Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπίαζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’ αρετή, με ‘λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν να ‘χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν. 

Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Αδη ‘σ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται διά τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβυσε τ’ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή˙ και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. 

Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς – γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν. Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ‘χε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. 

Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίπου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν – με της αντενέργεις σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. 

Αν δεν τα ‘φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. Ύστερα μας γιομώσετε και φατρίες – ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους˙ και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του˙ και μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας˙ και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας, ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με γνώση˙ οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους δυστυχείς.

Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχει ‘σ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μας έσωσε και θέλει μας σώση˙ ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια – και τα δικά σας ψέματα δολερά. Κι’ όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλάνθρωπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ’ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και ‘περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους˙ και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία.

Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι’ από μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος – ο Χάρος τον σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Αδη με φόρεμα εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί του έφτασε και του περίσσεψε.

Εις τον Αδη κατέβηκε με το ίδιον φόρεμα κι’ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος˙ και χαιρετιώνται οι δυο βασιλείς˙ «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ‘ρθης εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ’ αυτό το φόρεμα; Πού ‘ναι τα παράσημά σου; Πού ‘ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; 

Και να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς; Κ’ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι’ από τους ανθρώπους κι’ αναθεματισμένοι. 

Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν τον αφίνεις ‘σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ’ αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. – Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ’ εγώ κι’ όλοι οι όμοιοι μας. Όσοι πιστεύουν τους κόλακες κι’ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ’ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ’ εκείνοι. 

Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ‘βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν της χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. 

Αυτείνοι οι αγαθοί και δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ‘περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι’ όχι δόλον κι’ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά˙ κι’ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ‘στορικά του κόσμου. 

Δι’ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής. Διά τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι’ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους. 

Και διά να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε˙ ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τ’ αναγκαία˙ οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι· οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι’ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. 

Εις της πρώτες χρονιές εφοδίαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. H Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Αγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι’ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς – κι’ οποίος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χερότερα κι’ από τους Τούρκους. 

Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι’ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος. Διά να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκαιος και παντοτινός βασιλέας. Αυτός, ο δίκιος Θεός – οποίος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον αυτός είναι ο ‘περασπιστής των αθώων και των αδυνάτων».

Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή. Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους˙ και η απόφασή σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι οπού ‘περασπίζονται το δίκιον και οι ανθρωποφάγοι – ο Άδης θα τους ρουφήση˙ και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα τους˙ και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι – κακόν μπελά να τους δώσης και συντρόφους του Κάγη να τους κάμης.

Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ’ έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με της μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους ντουφέκια τα πήραν με οπού ‘ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους ζαϊρέδες κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. 

Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, της ακαθαρσίες της δικές τους, κ’ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών. 

Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά τους κι’ όσους θυσίασαν το δικόν τους διά την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι’ ο ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας! Τοιούτως συσταίνουν τους αγωνιστάς. 

Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ’ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος – δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας˙ οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ’ αρετή, με φώτα πατριωτικά. 

Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, σεις γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι’ αυτό δοξαστήκετε. 

Να είχετε πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαΐμη, τον Μεταξά κι’ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι’ άλλος την Μπαυαρία και να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι’ όσους θέλαν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν, ζητούσαν να τους σκοτώσουν με της αντενέργειές τους˙ και τους σκότωσαν και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους.

Πηγή: «Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», τόμος Β’, § Γ’ κεφάλαιο (απόσπασμα), έκδοση «ΝΕΑ»


Το χαμένο Video από την καταστροφή της Σμύρνης!



Αν και πολλοί θέλουν να μας πείσουν ότι δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο από έναν απλό «συνωστισμό» στο λιμάνι, ένα χαμένο ντοκουμέντο ιστορικής αξίας από την καταστροφή της Σμύρνης αποκαθιστά τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση…